Σήμερα θα διαβάσουμε μια ιστορία που προέρχεται από έναν σπουδαίο ρώσο συγγραφέα. Ο Λέων Τολστόι έγραψε "Τα τρία ερωτήματα" το 1885, με πρωταγωνιστή έναν βασιλιά που αναζητούσε την απάντηση σε τρεις ερωτήσεις:
α) Ποια είναι η κατάλληλη στιγμή για να κάνεις κάτι;
β) Ποιοι είναι οι πιο αναγκαίοι άνθρωποι (αυτοί τους οποίους μπορείς να συμβουλεύεσαι, στους οποίους μπορείς να στηρίζεσαι κ.λπ.);
γ) Ποιο είναι το σημαντικότερο πράγμα που μπορείς να κάνεις;
α) Ποια είναι η κατάλληλη στιγμή για να κάνεις κάτι;
β) Ποιοι είναι οι πιο αναγκαίοι άνθρωποι (αυτοί τους οποίους μπορείς να συμβουλεύεσαι, στους οποίους μπορείς να στηρίζεσαι κ.λπ.);
γ) Ποιο είναι το σημαντικότερο πράγμα που μπορείς να κάνεις;
1. Πριν διαβάσετε την ιστορία, προσπαθήστε να δώσετε τις δικές σας απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα.
2. Αφού διαβάσετε την ιστορία, εξηγήστε ποια απάντηση δόθηκε σε καθένα από τα ερωτήματα και σχολιάστε την. Εσείς πειστήκατε με τις απαντήσεις που δόθηκαν;
3. Θεωρείτε επίκαιρη αυτή την ιστορία; Μας αφορά σήμερα; Να εξηγήσετε γιατί.
Λέων
Τολστόι, “Τα τρία ερωτήματα”
Μια
φορά και έναν καιρό, ένας βασιλιάς
σκέφτηκε ότι, αν ήξερε πάντοτε την
κατάλληλη στιγµή για ν’αρχίζει κάτι,
αν ήξερε ποιοι είναι οι κατάλληλοι
άνθρωποι για ν’ ακούει και ποιοι είναι
εκείνοι που θα' πρεπε ν’
αποφεύγει και, πάνω από όλα, αν ήξερε
πάντοτε ποιο είναι το σηµαντικότερο
πράγµα να κάνει, δε θα αποτύχαινε σε
ό,τι επιχειρούσε.
Και
όταν του ήρθε αυτή η σκέψη, φρόντισε να
διακηρυχθεί σε ολόκληρο το βασίλειό
του ότι θα έδινε σπουδαία αµοιβή σ’εκείνον
που θα του µάθαινε ποια είναι η κατάλληλη
στιγµή για κάθε ενέργεια, ποιοι είναι
οι πιο αναγκαίοι άνθρωποι
και πώς θα µπορούσε να ξέρει ποιο είναι
το πιο σπουδαίο πράγµα να κάνει. Και
ήλθαν σοφοί άνθρωποι στο βασιλιά, αλλά
όλοι έδωσαν διαφορετικές απαντήσεις
στα ερωτήµατα.
Σ’
απάντηση του πρώτου ερωτήµατος, µερικοί
είπαν ότι για να ξέρει κανείς την
κατάλληλη στιγµή για κάθε ενέργεια,
πρέπει να φτιάξει προκαταβολικά ένα
πρόγραµµα ηµερών, µηνών και ετών και να
το ακολουθήσει πιστά. Μόνον έτσι, είπαν
αυτοί, θα µπορούσε να γίνει το κάθε τι
στην κατάλληλη στιγµή. Άλλοι δήλωσαν
ότι θα ήταν αδύνατο ν’αποφασίσει κανείς
εκ των προτέρων την κατάλληλη στιγµή
για κάθε ενέργεια, αλλά, αν δεν αφήσει
τον εαυτό του να απορροφηθεί σε µάταιες
ενασχολήσεις, θα µπορούσε πάντοτε να
προσέχει τι συµβαίνει και τότε να κάνει
ό,τι θα ήταν αναγκαίο. Άλλοι πάλι είπαν,
ότι όσο κι αν πρόσεχε ο βασιλιάς ό,τι
συµβαίνει, θα ήταν αδύνατο σε έναν
άνθρωπο να αποφασίζει σωστά ποια είναι
η κατάλληλη στιγµή για κάθε ενέργεια,
γι΄ αυτό θα πρεπε να έχει ένα συµβούλιο
από σοφούς ανθρώπους, που θα τον βοηθούσαν
να καθορίσει την κατάλληλη στιγµή για
κάθε τι.
Αλλά
πάλι, άλλοι του είπαν ότι υπάρχουν
ορισµένα πράγµατα που δε θα µπορούσαν
να περιµένουν να εξεταστούν από ένα
συµβούλιο και για τα οποία πρέπει κανείς
να αποφασίσει αµέσως αν θα τα επιχειρήσει
ή όχι. Για να µπορεί όµως κανείς να το
αποφασίσει αυτό, πρέπει να γνωρίζει εκ
των προτέρω τι πρόκειται να συµβεί. Μόνο
µάγοι µπορούν να το κάνουν αυτό και, γι’
αυτό, για να ξέρει κανείς την κατάλληλη
στιγµή για κάθε ενέργεια, πρέπει να
συµβουλεύεται µάγους. Εξίσου ποικίλες
ήταν οι απαντήσεις και στο δεύτερο
ερώτηµα. Μερικοί είπαν ότι οι άνθρωποι
που χρειάζεται περισσότερο ο βασιλιάς
είναι οι σύµβουλοί του, άλλοι οι ιερείς,
άλλοι οι γιατροί, ενώ άλλοι είπαν ότι
πιο αναγκαίοι είναι οι πολεµιστές. Στο
τρίτο ερώτηµα για το ποια είναι πιο
σπουδαία ενασχόληση, µερικοί απάντησαν
ότι πιο σπουδαίο πράγµα στο κόσµο είναι
οι επιστήµες. Άλλοι είπαν ότι είναι η
πολεµική επιδεξιότητα και άλλοι πάλι
ότι είναι η θρησκευτική λατρεία.
Όλες
οι απαντήσεις ήταν διαφορετικές και ο
βασιλιάς δε συµφώνησε σε καµιά απ’
αυτές και σε καµιά δεν έδωσε σηµασία.
Αλλά, θέλοντας ακόµη να βρει τις σωστές
απαντήσεις, αποφάσισε να συµβουλευτεί
έναν ερηµίτη πολύ γνωστό για τη σοφία
του.
Ο
ερηµίτης ζούσε σ’ ένα δάσος απ’ το
οποίο δεν αποµακρυνόταν ποτέ και δε
δεχόταν παρά τους απλούς ανθρώπους.
Έτσι, ο βασιλιάς ντύθηκε απλά ρούχα και,
πριν φτάσει στο κελί του ερηµίτη, κατέβηκε
απ’ τ’ άλογό του, άφησε πίσω τη φρουρά
του και πήγε µόνος του. Όταν πλησίασε ο
βασιλιάς, ο ερηµίτης έσκαβε τη γη µπροστά
στην καλύβα του. Όταν είδε τον βασιλιά,
τον χαιρέτησε και συνέχισε να σκάβει.
Ο
ερηµίτης ήταν άνθρωπος ασθενικός και
αδύνατος και κάθε φορά που σφήνωνε την
αξίνα του στη γη για να σηκώσει λίγο
χώµα, ανέπνεε βαριά. Ο βασιλιάς τον
πλησίασε και του είπε: «Ήρθα σε σένα,
σοφέ ερηµίτη, για να σε ρωτήσω τρία
πράγµατα: Πώς θα µάθω να κάνω το κατάλληλο
πράγµα στην κατάλληλη στιγµή, ποιοι
είναι οι άνθρωποι που χρειάζοµαι
περισσότερο και, εποµένως, ποιους θα
πρέπει να προσέχω περισσότερο από τους
άλλους και ποιες υποθέσεις είναι πιο
σπουδαίες και χρειάζονται περισσότερο
προσοχή»;
Ο
ερηµίτης άκουσε τον βασιλιά, αλλά δεν
έδωσε καµιά απάντηση. Μόνο έφτυσε στις
παλάµες του και ξανάρχισε το σκάψιµο. «Είσαι
κουρασµένος», είπε ο βασιλιάς, «άσε µε
να πάρω την αξίνα και να δουλέψω εγώ
λίγο για σένα». «Ευχαριστώ», είπε ο
ερηµίτης και δίνοντας την αξίνα στον
βασιλιά κάθησε κάτω στο χώµα. Όταν έσκαψε
ο βασιλιάς δύο αυλάκια, σταµάτησε και
επανέλαβε τα ερωτήµατά του. Ο ερηµίτης
και πάλι δεν απάντησε, αλλά σηκώθηκε,
άπλωσε το χέρι του να πάρει την αξίνα
και είπε: «Ξεκουράσου τώρα λίγο και άσε
εµένα να δουλέψω λιγάκι».
Ο
βασιλιάς όµως δεν του έδωσε την αξίνα
και συνέχισε να σκάβει. Πέρασε µια ώρα
και άλλη µια. Ο ήλιος άρχισε να δύει πίσω
απ’ τα δέντρα και ο βασιλιάς στο τέλος
σφήνωσε την αξίνα στο χώµα και είπε:
«Ήρθα σε σένα, σοφέ άνθρωπε, για µια
απάντηση στα ερωτήµατά µου. Αν δεν
µπορείς να µου δώσεις καµιά, πες το µου
να γυρίσω στο σπίτι µου». «Να,
κάποιος έρχεται τρέχοντας», είπε ο
ερηµίτης. «Ας δούµε ποιος είναι».
Ο
βασιλιάς γύρισε και είδε έναν γενειοφόρο
άνδρα να έρχεται τρέχοντας από το δάσος,
σφίγγοντας µε τα χέρια του το στοµάχι
του, απ’ το οποίο έτρεχε ποτάµι το αίµα.
Όταν πλησίασε τον βασιλιά, έπεσε λιπόθυµος
στο χώµα βγάζοντας έναν ελαφρύ αναστεναγµό.
Ο βασιλιάς και ο ερηµίτης ξεκούµπωσαν
τα ρούχα του. Υπήρχε ένα µεγάλο τραύµα
στο στοµάχι του. Ο βασιλιάς το έπλυνε
όσο καλύτερα µπορούσε και το έδεσε µε
το µαντήλι του και µε µια πετσέτα που
τού δωσε ο ερηµίτης. Αλλά το αίµα δε
σταµατούσε να τρέχει και ο βασιλιάς
ξανά και ξανά άλλαζε τον επίδεσµο,
µουσκεµένο από καυτό αίµα, τον έπλενε
και ξανάδενε το τραύµα. Όταν σταµάτησε
να τρέχει το αίµα, ο πληγωµένος συνήλθε
και ζήτησε κάτι να πιει. Ο βασιλιάς έφερε
φρέσκο νερό και του το έδωσε. Στο µεταξύ
ο ήλιος έδυσε και άρχισε να κρυώνουν.
Έτσι, ο βασιλιάς µε τη βοήθεια του ερηµίτη
µετέφερε τον πληγωµένο στην καλύβα και
τον ξάπλωσε στο κρεβάτι. Όταν ξάπλωσε
στο κρεβάτι ο πληγωµένος, έκλεισε τα
µάτια του και ησύχασε, αλλά ο βασιλιάς
ήταν τόσο κουρασµένος απ’το περπάτηµα
και τη δουλεία που έιχε κάνει, που κάθησε
στο κατώφλι και τον πήρε και αυτόν ο
ύπνος τόσο βαθιά, ώστε κοιµήθηκε συνέχεια
όλη την καλοκαιριάτικη νύχτα.
Όταν
ξύπνησε το πρωί, πέρασε πολλή ώρα πριν
µπορέσει να θυµηθεί πού ήταν ή ποιος
ήταν ο άγνωστος γενειαφόρος άνδρας που
ήταν ξαπλωµένος στο κρεβάτι και τον
κοίταζε έντονα και µε φλογισµένα µάτια.
«Συγχώρεσέ
µε», είπε ο γενειαφόρος άνδρας µε µια
ασθενική φωνή, όταν είδε ότι ο βασιλιάς
είχε ξυπνήσει και τον κοίταζε. «Δε σε
ξέρω και δεν έχω τίποτε να σου συγχωρήσω»,
είπε ο βασιλιάς. «Εσύ δε µε ξέρεις, αλλά
εγώ σε ξέρω. Είµαι αυτός ο εχθρός σου
που ορκίστηκε να πάρει εκδίκηση από
σένα, γιατί εκτέλεσες τον αδελφό του
και κατάσχεσες την περιουσία του. Ήξερα
πως είχες πάει µόνος σου να δεις τον
ερηµίτη και αποφάσισα να σε σκοτώσω
στην επιστροφή. Αλλά πέρασε η ηµέρα και
δεν γύρισες. Έτσι βγήκα απ’ την ενέδρα
µου και έπεσα στους φρουρούς σου και
αυτοί µε αναγνώρισαν και µε τραυµάτισαν.
Τους ξέφυγα, αλλά θα είχα πεθάνει απ’την
αιµορραγία, αν εσύ δεν είχες φροντίσει
το τραύµα µου. Εγώ ήθελα να σε σκοτώσω
κι εσύ µου έσωσες την ζωή. Τώρα, αν ζήσω,
κι αν το θέλεις κι εσύ, θα σε υπηρετήσω
σαν ο πιο πιστός σου σκλάβος και θα
ζητήσω απ’ τους γιους µου να κάνουν το
ίδιο. Συγχώρεσέ µε».
Ο
βασιλιάς ήταν πολύ ευχαριστηµένος που
είχε συµφιλιωθεί τόσο εύκολα µε τον
εχθρό του και που είχε κάνει έναν φίλο
και όχι µόνο τον συγχώρεσε, αλλά είπε
ότι θα έστελνε τους υπηρέτες του και
τον προσωπικό του γιατρό να τον φροντίσουν
και υποσχέθηκε να του ξαναδώσει την
περιουσία του. Αφού έφυγε απ’τον
πληγωµένο ο βασιλιάς, πήγε έξω στον
εξώστη και κοίταξε τριγύρω να βρει τον
ερηµίτη. Ήθελε, πριν φύγει, να τον
παρακαλέσει ακόµη µια φορά να απαντήσει
στα ερωτήµατα που του είχε κάνει. Ο
ερηµίτης ήταν έξω γονατισµένος και
φύτευε σπόρους στ’ αυλάκια που ‘χαν
σκαφτεί την προηγούµενη µέρα.
Ο βασιλιάς τον πλησίασε και του είπε:
Ο βασιλιάς τον πλησίασε και του είπε:
«Για
τελευταία φορά, σε παρακαλώ, απάντησε
στα ερωτήµατά µου, σοφέ άνθρωπε».
«Μα έχουν ήδη απαντηθεί», είπε ο ερηµίτης, σκύβοντας ακόµα στ’ αδύνατα πόδια του και κοιτάζοντας προς το βασιλιά που στεκόταν µπροστά του. «Πώς απαντήθηκαν; Τι εννοείς;», είπε ο βασιλιάς. «Δε βλέπεις;», απάντησε ο ερηµίτης. «Αν δεν είχες λυπηθεί χθες την αδυναµία µου και δεν είχες σκάψει για µένα τ’ αυλάκια, αλλά είχες φύγει, αυτός ο άνθρωπος θα σου είχε επιτεθεί και θα είχες µετανιώσει που δεν έµεινες µαζί µου. Έτσι η πιο σπουδαία στιγµή ήταν όταν έσκαβες τ’αυλάκια, κι εγώ ήµουν ο πιο σπουδαίος άνθρωπος και το να µου κάνεις καλό ήταν η πιο σπουδαία δουλειά. Ύστερα, όταν αυτός ο άνθρωπος ήρθε σε µας, η πιο σπουδαία στιγµή ήταν όταν τον φρόντιζες, γιατί, αν δεν είχες δέσει το τραύµα του, θα πέθαινε χωρίς να συµφιλιωθεί µαζί σου. Έτσι, αυτός ήταν ο πιο σπουδαίος άνθρωπος και αυτό που έκανες γι’ αυτόν ήταν η πιο σπουδαία δουλειά. Να θυµάσαι λοιπόν: Υπάρχει µόνο µία στιγµή που είναι η πιο σπουδαία, το παρόν. Είναι η πιο σπουδαία στιγµή, γιατί είναι η µόνη πάνω στην οποία έχεις κάποια δύναµη. Ο πιο αναγκαίος άνθρωπος είναι αυτός µαζί µε τον οποίο βρίσκεσαι, γιατί κανένας άνθρωπος δεν ξέρει αν θα έχει ποτέ πάρε- δώσε µε κάποιον άλλο. Και το πιο σπουδαίο πράγµα είναι να του κάνεις καλό, γιατί µόνο γι’αυτόν το σκοπό έχεις έλθει σ’αυτόν τον κόσµο!»
«Μα έχουν ήδη απαντηθεί», είπε ο ερηµίτης, σκύβοντας ακόµα στ’ αδύνατα πόδια του και κοιτάζοντας προς το βασιλιά που στεκόταν µπροστά του. «Πώς απαντήθηκαν; Τι εννοείς;», είπε ο βασιλιάς. «Δε βλέπεις;», απάντησε ο ερηµίτης. «Αν δεν είχες λυπηθεί χθες την αδυναµία µου και δεν είχες σκάψει για µένα τ’ αυλάκια, αλλά είχες φύγει, αυτός ο άνθρωπος θα σου είχε επιτεθεί και θα είχες µετανιώσει που δεν έµεινες µαζί µου. Έτσι η πιο σπουδαία στιγµή ήταν όταν έσκαβες τ’αυλάκια, κι εγώ ήµουν ο πιο σπουδαίος άνθρωπος και το να µου κάνεις καλό ήταν η πιο σπουδαία δουλειά. Ύστερα, όταν αυτός ο άνθρωπος ήρθε σε µας, η πιο σπουδαία στιγµή ήταν όταν τον φρόντιζες, γιατί, αν δεν είχες δέσει το τραύµα του, θα πέθαινε χωρίς να συµφιλιωθεί µαζί σου. Έτσι, αυτός ήταν ο πιο σπουδαίος άνθρωπος και αυτό που έκανες γι’ αυτόν ήταν η πιο σπουδαία δουλειά. Να θυµάσαι λοιπόν: Υπάρχει µόνο µία στιγµή που είναι η πιο σπουδαία, το παρόν. Είναι η πιο σπουδαία στιγµή, γιατί είναι η µόνη πάνω στην οποία έχεις κάποια δύναµη. Ο πιο αναγκαίος άνθρωπος είναι αυτός µαζί µε τον οποίο βρίσκεσαι, γιατί κανένας άνθρωπος δεν ξέρει αν θα έχει ποτέ πάρε- δώσε µε κάποιον άλλο. Και το πιο σπουδαίο πράγµα είναι να του κάνεις καλό, γιατί µόνο γι’αυτόν το σκοπό έχεις έλθει σ’αυτόν τον κόσµο!»
Τώρα,
λοιπόν, βλέπεις ότι πρέπει να τρέχεις
συνεχώς για να παραµένεις στην ίδια
θέση. Αν θέλεις να πας κάπου αλλού, θα
πρέπει να τρέχεις τουλάχιστον δύο φορές
περισσότερο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου