Σάββατο 4 Ιουνίου 2016

Ένας ζωγράφος και μια διαδρομή στη νεοελληνική ιστορία και τέχνη

Γ΄ Γυμνασίου (Γ5), Πινακοθήκη Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016

1η φάση: Προετοιμασία της επίσκεψης

α. Προβολή βίντεο για τη ζωή και το έργο του ζωγράφου

Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, "Μυστράς"


β. Αξιοποίηση πληροφοριών για την Πινακοθήκη
(από την επίσημεη ιστοσελίδα του Μουσείου Μπενάκη)
Η Πινακοθήκη Ν. Χατζηκυριάκου-Γκίκα αποτελεί δωρεά του μεγάλου έλληνα ζωγράφου στο Μουσείο Μπενάκη.
Στο ισόγειο εκτίθεται η δωρεά της Λίτσας Παπασπύρου, στη μνήμη του πατέρα της Gustave Boissière. Πρόκειται για ένα αστικό σαλόνι, από την πατρική της κατοικία στο Παρίσι, με έργα γαλλικής ζωγραφικής των πρώτων δεκαετιών του 20ού και έπιπλα 16ου-18ου αιώνα.
Από το ισόγειο μέχρι τον τρίτο όροφο του κτηρίου εκτίθεται η πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία της Ελλάδας σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη εποχή, από το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη Μικρασιατική καταστροφή μέχρι τις παραμονές της Δικτατορίας του 1967, που αποτελεί ταυτόχρονα το κλίμα μέσα στο οποίο ο Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας έζησε και διαμόρφωσε τις καλλιτεχνικές του αντιλήψεις. Πρόκειται για την πρώτη στην Ελλάδα προσπάθεια να αποτυπωθεί συνθετικά η συνολική πνευματική δημιουργία, με την ανάδειξη της εσωτερικής διαλεκτικής σχέσης των ποικίλων εκφράσεων του ανθρώπινου πνεύματος. Η καλλιτεχνική δημιουργία (ζωγραφική, γλυπτική, χαρακτική, μουσική, θέατρο, κινηματογράφος, φωτογραφία) συναντά την αρχιτεκτονική, την τέχνη του λόγου (πεζογραφία, ποίηση, φιλολογία, κριτική), αλλά και τον ιστορικό και φιλοσοφικό στοχασμό. Μέσα από έργα τέχνης, χειρόγραφα, εκδόσεις, φωτογραφίες και προσωπικά αντικείμενα διακοσίων ενός καλλιτεχνών και πνευματικών ανθρώπων ο επισκέπτης συμμετέχει σε ένα συναρπαστικό ταξίδι στον κόσμο των ιδεών στην Ελλάδα του εικοστού αιώνα. Το εκτιθέμενο υλικό αποτυπώνει εύγλωττα τις ανησυχίες, τις αγωνίες και τα επιτεύγματα των ελλήνων δημιουργών, αναδεικνύοντας τις μεταξύ τους σχέσεις, αλλά κυρίως τον διάλογό τους με τους αντίστοιχους προβληματισμούς στον υπόλοιπο ευρωπαϊκό χώρο. Κρίσιμη η τελευταία διάσταση, δεδομένου ότι σε αυτήν κυρίως την εποχή, με κομβική την παρουσία της Γενιάς του Τριάντα, εμπεδώθηκε η ανάγκη για μια διαρκή συνομιλία της Ελλάδας με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Στον τρίτο όροφο εκτίθενται πίνακες, σχέδια, γλυπτά, σκηνικά, χειρόγραφα, εικονογραφημένες εκδόσεις, φωτογραφίες, καθώς και έπιπλα από το σπίτι του Ν. Χατζηκυριάκου-Γκίκα στην Ύδρα και στην Κριεζώτου.
Οι δύο επόμενοι όροφοι, οι οποίοι διατηρήθηκαν στην αρχική τους μορφή, επιτρέπουν στον επισκέπτη να γνωρίσει τον προσωπικό κόσμο του καλλιτέχνη: το εντυπωσιακό σαλόνι με τον πρωτοποριακό αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, το καθιστικό, το γραφείο του πατέρα του με τα οικογενειακά πορτραίτα και κειμήλια, την τραπεζαρία με τη μνημειακή ελαιογραφία Κηφισιά και φυσικά το ατελιέ του καλλιτέχνη, έναν επιβλητικό χώρο, όπου τα καβαλέτα και τα σύνεργα ζωγραφικής συνυπάρχουν με παλιά έπιπλα και αντικείμενα από τα ταξίδια του. Ο επισκέπτης μπορεί επίσης να περιηγηθεί σε μία πρωτότυπη εφαρμογή πολυμέσων με τίτλο “Ο Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας και η γενιά του ’30”, η οποία περιλαμβάνει το σύνολο των έργων και προσφέρει πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση του καλλιτέχνη στον ελληνικό και ευρωπαϊκό χώρο.
Σημαντικό τμήμα της Πινακοθήκης αποτελεί η Βιβλιοθήκη, με σπάνιες εικονογραφημένες εκδόσεις και πάνω από 7.000 τόμους σχετικούς κυρίως με την Ιστορία της Τέχνης, καθώς και το Φωτογραφικό αρχείο του καλλιτέχνη, με πλούσιο ταξινομημένο υλικό.

γ. Αξιοποίηση ποιημάτων (που αποτέλεσαν σημεία αναφοράς κατά τη διάρκεια του εκπαιδευτικού προγράμματος) και σχετικών διευκρινιστικών σημειωμάτων

1922-1945: Η ποίηση συναντά τα ιστορικά δρώμενα:

1. Γιώργος Σεφέρης, Μυθιστόρημα, ΙΖ´, Ἀστυάναξ
Τώρα ποὺ θὰ φύγεις πάρε μαζί σου καὶ τὸ παιδὶ
ποὺ εἶδε τὸ φῶς κάτω ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ πλατάνι,
μιὰ μέρα ποὺ ἀντηχοῦσαν σάλπιγγες καὶ ἔλαμπαν ὅπλα
καὶ τ᾿ ἄλογα ἱδρωμένα σκύβανε ν᾿ ἀγγίξουν
τὴν πράσινη ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ
στὴ γούρνα μὲ τὰ ὑγρά τους τὰ ρουθούνια.
Οἱ ἐλιὲς μὲ τὶς ρυτίδες τῶν γονιῶν μας
τὰ βράχια μὲ τὴ γνώση τῶν γονιῶν μας
καὶ τὸ αἷμα τοῦ ἀδερφοῦ μας ζωντανὸ στὸ χῶμα
ἤτανε μία γερὴ χαρὰ μία πλούσια τάξη
γιὰ τὶς ψυχὲς ποὺ γνώριζαν τὴν προσευχή τους.
Τώρα ποὺ θὰ φύγεις, τώρα ποὺ ἡ μέρα τῆς πληρωμῆς
χαράζει, τώρα ποὺ κανεὶς δὲν ξέρει
ποιὸν θὰ σκοτώσει καὶ πῶς θὰ τελειώσει,
πάρε μαζί σου τὸ παιδὶ ποὺ εἶδε τὸ φῶς
κάτω ἀπ᾿ τὰ φύλλα ἐκείνου τοῦ πλατάνου
καὶ μάθε του νὰ μελετᾶ τὰ δέντρα.

Για τον Σεφέρη, παρά το ότι δεν έζησε άμεσα το ιστορικό γεγονός, η Μικρασιατική Καταστροφή σήμανε την οριστική απώλεια του παραδείσου των παιδικών του χρόνων και την αποκοπή από τις συναισθηματικές και ψυχικές αφετηρίες του. Ο σεφερικός λόγος στο ποίημα αυτό γίνεται λιτός, χαμηλότονος και σχεδόν κουβεντιαστός, αποφεύγει τα εκφραστικά στολίδια και αποβάλλει την ειρωνική διάθεση.
Αντί να γράψει είκοσι τέσσερις ραψωδίες με σταθερή φωνή, ο Σεφέρης γράφει είκοσι τέσσερις ενότητες με αποσπασματικά εξωτερικές επιφάνειες. Στις είκοσι τέσσερις ραψωδίες της Ιλιάδας, που περιγράφουν τους αγώνες για την κατάκτηση της Τροίας, αντιστοιχεί μια περιγραφή, σε είκοσι τέσσερα αποσπάσματα, μιας ήττας.
(Ευριπίδης Γαραντούδης, «Η δεύτερη, ωριμότερη περίοδος της σεφερικής ποίησης». Ο Σεφέρης για νέους αναγνώστες, φιλολ. επιμ. Ευριπίδης Γαραντούδης, Τάκης Καγιαλής, ερευν. συνεργασία Σάκης Σερέφας, Ερρίκος Σοφράς, Ίκαρος, Αθήνα 2008 (2η έκδ.), 75-78/ Mario Vitti, Φθορά και λόγος: εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, Εστία, Αθήνα 1994 (3η έκδ.), 86)

2. Οδυσσέας Ελύτης, Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, E´
Ἥλιε δὲν ἤσουν ὁ παντοτινός;
Πουλὶ δὲν ἤσουν ἡ στιγμὴ χαρᾶς ποὺ δὲν καθίζει;
Λάμψη δὲν ἤσουν ἡ ἀφοβιὰ τοῦ σύγνεφου;
Κι ἐσὺ περβόλι ᾠδεῖο τῶν λουλουδιῶν
Κι ἐσὺ ρίζα σγουρὴ φλογέρα τῆς μαγνόλιας!

Ἔτσι καθὼς τινάζεται μὲσ’ στὴ βροχὴ τὸ δέντρο
Καὶ τὸ κορμὶ ἀδειανὸ μαυρίζει ἀπὸ τὴ μοίρα
Κι ἕνας τρελὸς δέρνεται μὲ τὸ χιόνι
Καὶ τὰ δύο μάτια πᾶνε νὰ δακρύσουν―
Γιατί, ρωτάει ὁ ἀϊτός, ποῦ ’ναι τὸ παλικάρι;
Κι ὅλα τ’ ἀϊτόπουλ’ ἀποροῦν ποῦ ’ναι τὸ παλικάρι!
Γιατί, ρωτάει στενάζοντας ἡ μάνα, ποῦ ’ναι ὁ γιός μου;
Κι ὅλες οἱ μάνες ἀποροῦν ποῦ νὰ ’ναι τὸ παιδί!
Γιατί, ρωτάει ὁ σύντροφος, ποῦ νὰ ’ναι ὁ ἀδερφός μου;
Κι ὅλοι του οἱ σύντροφοι ἀποροῦν ποῦ νὰ ’ναι ὁ πιὸ μικρός!
Πιάνουν τὸ χιόνι, καίει ὁ πυρετὸς
Πιάνουν τὸ χέρι καὶ παγώνει
Πᾶν νὰ δαγκάσουνε ψωμὶ κι ἐκεῖνο στάζει ἀπὸ αἷμα
Κοιτοῦν μακριὰ τὸν οὐρανὸ κι ἐκεῖνος μελανιάζει
Γιατί γιατί γιατί γιατί νὰ μὴ ζεσταίνει ὁ θάνατος
Γιατί ἕνα τέτοιο ἀνόσιο ψωμὶ
Γιατί ἕνας τέτοιος οὐρανὸς ἐκεῖ ποὺ πρῶτα ἐκατοικοῦσε ὁ ἥλιος!

Το Άσμα ηρωικό και πένθιμο αποτελεί την πρώτη επίσημη διασταύρωση του Ελύτη με τα ιστορικά δρώμενα της εποχής του. Η πείρα της Αλβανίας υπήρξε προς την κατεύθυνση αυτή προφανώς κρίσιμη. Η σύσταση και η στάθμη του ποιητικού λόγου στο Άσμα ηρωικό και πένθιμο το προορίζουν εξαρχής για ευρύτερο κοινό και το προαναγγέλλουν ως εθνικό ποίημα: ο υπερρεαλιστικός τρόπος βρίσκεται εδώ σε σημαντική υποχώρηση (δίχως να καταργεί τη νεωτερική έκφραση), ενώ μέσα στο μοντέρνο αυτό περιβάλλον συμβάλλουν συχνά πυκνά (με θέματα, τυπικές εκφράσεις και στιχουργικά μέτρα) τόσο το δημοτικό μας τραγούδι όσο και οι κορυφαίοι της παραδοσιακής μας ποίησης: προπάντων ο Σολωμός, ο Κάλβος και οΣικελιανός.
(Δ.Ν. Μαρωνίτης, «Ο τύπος του εθνικού ποιητή». Οδυσσέας Ελύτης. Μελετήματα, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2008, 71-72.)


3. Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος, ΙV
Γιέ μου, ποιὰ Μοῖρα στὄγραφε καὶ ποιὰ μοῦ τὄχε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιὰ στὰ στήθεια μου ν᾿ ἀνάψει;
Πουρνὸ - πουρνὸ μοῦ ξύπνησες, μοῦ πλύθηκες, μοῦ ἐλούστης
πριχοῦ σημάνει τὴν αὐγὴ μακριὰ ὁ καμπανοκρούστης.
Κοίταες μὴν ἔφεξε συχνὰ - πυκνὰ ἀπ᾿ τὸ παραθύρι
καὶ βιαζόσουν σὰ νἄτανε νὰ πᾶς σὲ πανηγύρι.
Εἶχες τὰ μάτια σκοτεινά, σφιγμένο τὸ σαγόνι
κι εἴσουν στὴν τόλμη σου γλυκός, ταῦρος μαζὶ κι ἀηδόνι.
Καὶ γὼ ἡ φτωχειὰ κ᾿ ἡ ἀνέμελη καὶ γὼ ἡ τρελλὴ κ᾿ ἡ σκύλα,
σοὔψηνα τὸ φασκόμηλο κι ἀχνὴ ἡ ματιά μου ἐφίλα
Μιὰ - μιὰ τὶς χάρες σου, καλέ, καὶ τὸ λαμπρό σου θωρὶ
κι ἀγαλλόμουν καὶ γέλαγα σὰν τρυφερούλα κόρη.
Κι οὐδὲ κακόβαλα στιγμὴ κι οὐδ᾿ ἔτρεξα ξοπίσω
τὰ στήθεια μου νὰ βάλω μπρὸς τὰ βόλια νὰ κρατήσω.
Κι ἔφτασ᾿ ἀργὰ κι, ὤ, ποὺ ποτὲς μὴν ἔφτανε τέτοια ὥρα
κι, ὦ, κάλλιο νὰ γκρεμίζονταν στὸ καύκαλό μου ἡ χώρα.
Μάιος 1936. Οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης κηρύττουν απεργία ζητώντας αύξηση των ημερομισθίων τους. Σύντομα και άλλα εργατικά συνδικάτα ενώνονται μαζί τους και η απεργία αποκτά πανεργατικό χαρακτήρα. Οι αστυνομικές αρχές απαγορεύουν στην πορεία των εργατών να πλησιάσει στο κτήριο διοίκησης της πόλης. Στις 9 Μαΐου πραγματοποιούνται σοβαρά επεισόδια μεταξύ διαδηλωτών και τοπικών αρχών, τα οποία καταλήγουν σε δεκάδες τραυματίες και 12 νεκρούς. Την επόμενη μέρα δημοσιεύεται στην εφημερίδα Ριζοσπάστης μια εικόνα: η μάνα του διαδηλωτή Τάσου Τούση θρηνεί πάνω από το άψυχο σώμα του γιου της. Ο Γιάννης Ρίτσος συγκλονίζεται και εμπνέεται τους πρώτους στίχους από τον «Επιτάφιο».
Ο ίδιος σημειώνει: Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου, μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της, βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν - τῶν ἀπεργῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της.


2η φάση: παρακολούθηση του εκπαιδευτικού προγράμματος στην Πινακοθήκη Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα

3η φάση: Πραγματοποίηση σχετικής συζήτησης στην τάξη και γραπτή επεξεργασία από τους μαθητές των θεμάτων:

Ι. Γιώργος Σεφέρης, Γιάννης Ρίτσος, Νίκος Εγγονόπουλος, Βούλα Παπαϊωάννου, Μέμος Μακρής, Ιάκωβος Καμπανέλλης
α. Από όσα είδαμε και σχολιάσαμε κατά τη διάρκεια του προγράμματος, ποιο στοιχείο σάς έμεινε περισσότερο στο μυαλό για καθέναν από τους παραπάνω καλλιτέχνες;
β. Προσπαθήστε να εξηγήσετε πώς το έργο καθενός από αυτούς αποτυπώνει τα ιστορικά δρώμενα της εποχής ή συνδέεται με αυτά.

ΙΙ. Γενική εντύπωση από το εκπαιδευτικό πρόγραμμα.