Πέμπτη 2 Μαΐου 2019

Ο Ludwig Wittgenstein και η φιλοσοφία της γλώσσας: νεοελληνική γλώσσα και αγγλικά στη Γ΄ Γυμνασίου

     Στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας, οι μαθητές του Γ6 (σχ. έτος 2017-18, Φεβρουάριος 2018) παρακολούθησαν βίντεο με θέμα τη ζωή και τις βασικές έννοιες της φιλοσοφίας του Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν, σε μορφή κινούμενων σχεδίωνΤο βίντεο, η προβολή του οποίου προετοιμάστηκε και επιλέχθηκε από την καθηγήτρια της αγγλικής γλώσσας κ. Δερτιλή, επικεντρώνεται στην αναγνώριση της περιπλοκότητας της γλώσσας και της επικοινωνίας. 


                               https://www.youtube.com/watch?v=pQ33gAyhg2c
     Παράλληλα με την προβολή του βίντεο και με την καθοδήγηση της κ. Δερτιλή, διευκρινίζονταν και σχολιάζονταν βασικοί όροι και δύσκολο λεξιλόγιο και, στο τέλος της προβολής, οι μαθητές συζήτησαν το περιεχόμενο όσων είχαν παρακολουθήσει (στα αγγλικά).
    Το συγκεκριμένο βίντεο και η συζήτηση αποτέλεσαν αφετηρία ευρύτερου προβληματισμού σε σύνδεση με όσα αναλύονται στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας και μάλιστα στη θεματική:Γλώσσα-Πολιτισμός. Σύμφωνα με σχετικό φυλλάδιο που αξιοποιήθηκε (βλ. παρακάτω), σχολιάστηκε και διευκρινίστηκε η έννοια και η σημασία της φιλοσοφίας, καθώς και η σύνδεση της φιλοσοφίας με τη γλώσσα, αντικείμενο έρευνας του Βίτγκενσταϊν. Ολοκλήρωση του μαθήματος αποτέλεσε η ανταλλαγή απόψεων πάνω σε συγκεκριμένες φράσεις του φιλοσόφου και η σχετική παραγωγή γραπτού λόγου (στα ελληνικά).
     Ιδιαίτερα επιτυχημένη υπήρξε και η πραγματοποίηση της τελικής εργασίας στη Νεοελληνική Γλώσσα, δηλαδή η παραγωγή γραπτού λόγου με θέμα συγκεκριμένες φράσεις του Βίτγκενσταϊνοι μαθητές, από ένα σύνολο φράσεων, επέλεξαν τη φράση που ήθελαν να αποτελέσει το θέμα του κειμένου τους και την ανέπτυξαν με όποια μέθοδο θεώρησαν προσφορότερη (αιτιολόγηση, παραδείγματα, αναλογία κ.λπ.), αναλύοντας με πειστικό τρόπο ενδιαφέρουσες απόψεις και κάνοντας μη αναμενόμενες προεκτάσεις.


Το σχετικό φυλλάδιο που δημιουργήθηκε για το μάθημα:
...........................................................................................................................
Γ΄ Γυμνασίου/ Νεοελληνική Γλώσσα
Ο Ludwig Wittgenstein και η φιλοσοφία της γλώσσας

α. Βιογραφικά
Ο Βιτγκενστάιν (1889-1951) ήταν το μικρότερο από τα οκτώ παιδιά μιας πολύ ευκατάστατης και προβεβλημένης οικογένειας της τότε Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. (Συγχρόνως, η οικογένειά του κουβαλούσε ένα βεβαρημένο ιστορικό ψυχασθένειας –σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε τρεις από τους τέσσερις αδελφούς του να αυτοκτονήσουν.) Ο πατέρας της οικογένειας, βιομήχανος σιδήρου και χάλυβα, και η μητέρα, που προερχόταν από διακεκριμένο πνευματικό περιβάλλον, είχαν ξεχωριστό ενδιαφέρον για τις τέχνες και ιδιαίτερα για τη μουσική. Στο σπίτι τους, ένα από τα καλλιτεχνικά κέντρα της Βιέννης, υποδέχονταν συχνά μουσικούς, όπως ο Μπραμς, η Κλάρα Σούμαν, ο Μάλερ, ο Στράους. Μέσα σε ένα τέτοιο πνευματικό και καλλιτεχνικό περιβάλλον ήταν επόμενο τα παιδιά της οικογένειας να λάβουν ανάλογη μόρφωση. Ο ίδιος ο Βιτγκενστάιν, εκτός από την ευχαρίστηση που του πρόσφερε η μουσική, όπως φαίνεται από σχετικές μαρτυρίες αλλά και από τις συχνές αναφορές του ίδιου στα έργα του σε παραδείγματα, μεταφορές και παρομοιώσεις από την μουσική, έπαιζε κλαρινέτο.
Παρά την καλλιτεχνική και πνευματική ατμόσφαιρα, ωστόσο, που κυριαρχούσε στο περιβάλλον του, ο Βιτγκενστάιν ένιωθε μεγάλη έλξη από τις θετικές επιστήμες. Αποφάσισε, λοιπόν, να σπουδάσει φυσική στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου και, στην συνέχεια, να πάει στο πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ της Αγγλίας, προκειμένου να εκπονήσει τη διδακτορική διατριβή του στην αεροναυπηγική, την οποία, όμως, δεν ολοκλήρωσε. Το έντονο ενδιαφέρον που του γεννήθηκε για την φιλοσοφία και, πιο συγκεκριμένα, για τη φιλοσοφία των μαθηματικών, τον έσπρωξε να δοκιμάσει να αξιοποιήσει τα σπάνια διανοητικά χαρίσματά του σε αυτόν τον τομέα του πνεύματος. Πήγε να σπουδάσει, λοιπόν, φιλοσοφία κοντά στον Μπέρτραντ Ράσελ, στο πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, όπου ζώντας έκτοτε τον περισσότερο καιρό, εκλέχθηκε στη θέση του καθηγητή της φιλοσοφίας, από την οποία παραιτήθηκε οκτώ περίπου χρόνια μετά. Ο Βιτγκενστάιν ποτέ δεν γοητεύθηκε από το κλίμα που επικρατούσε στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και, γενικότερα, από την ακαδημαϊκή ατμόσφαιρα των πανεπιστημίων –και, γι’ αυτό, συμβούλευε τους μαθητές του, με τους οποίους διατηρούσε δεσμό φιλίας, να αναζητήσουν δουλειά έξω από πανεπιστημιακά ιδρύματα.
Πέθανε από καρκίνο στο σπίτι του γιατρού του, επειδή δεν ήθελε να αφήσει την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο. Οι τελευταίες του λέξεις ήταν: «πες τους ότι είχα μια θαυμάσια ζωή». Κι έτσι θα πρέπει να ήταν μάλλον. Αφοσιώθηκε –και, μάλιστα, κατά γενική ομολογία– με επιτυχία σε εκείνο που τον συνάρπαζε περισσότερο, στη φιλοσοφία, έχοντας φροντίσει να απλουστεύσει τη ζωή του απαλλάσσοντάς την από βάρη και έγνοιες, όπως το άγχος και η αγωνία που συνεπάγεται η διαχείριση περιουσιακών στοιχείων. Τη μεγάλη περιουσία που κληρονόμησε μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 1913, την αποποιήθηκε νωρίς, το 1919, ενώ ήταν ακόμη 30 ετών, εκχωρώντας την στις αδελφές του και τον εναπομείναντα από τους αδελφούς του· κράτησε μόνο ένα ποσό για τον εαυτό του, με την εντολή να δίνεται από αυτό ένα επίδομα σε φτωχούς και ταλαιπωρημένους αυστριακούς καλλιτέχνες και ποιητές χωρίς οι ίδιοι να γνωρίζουν την πηγή προέλευσης της οικονομικής ενίσχυσής τους.

β. Μπορούμε όμως να καταλάβουμε τι είναι η φιλοσοφία, στην οποία αφοσιώθηκε ο Βιτγκενστάιν;
Μερικές φορές, όταν δεν είμαστε απορροφημένοι από τις καθημερινές μας ασχολίες και βρίσκουμε λίγο χρόνο να παρατηρήσουμε ήρεμα τα πράγματα γύρω μας και μέσα μας και να στοχαστούμε πάνω στη σημασία τους, συνειδητοποιούμε ότι θα ΄πρεπε να μας απασχολήσει σοβαρά το ίδιο το γεγονός ότι υπάρχουμε και βρισκόμαστε μέσα στον κόσμο. Σε μια τέτοια περίπτωση, αυτά που συνήθως θεωρούμε αυτονόητα, σχετικά με τον εαυτό μας, τους άλλους ανθρώπους και τα πράγματα, το ότι γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε, το ότι ο ήλιος ανατέλλει και δύει κάθε μέρα, το ότι οι λέξεις έχουν κάποιο νόημα, ξαφνικά μας προκαλούν έκπληξη και θαυμασμό (απορία). Αυτός ο θαυμασμός δείχνει πως έχουμε υιοθετήσει μια φιλοσοφική στάση. Tότε μας γεννιούνται παράξενα ερωτήματα, που θυμίζουν αυτά που κάποτε διατυπώνουν τα παιδιά: Ποιος είμαι στ' αλήθεια; Aπό πού έρχομαι και πού πηγαίνω; Γιατί υπάρχει ο κόσμος; Ποιος τον δημιούργησε; Τι είναι ο χώρος και τι ο χρόνος; Tι γίνεται όταν πεθαίνουν οι άνθρωποι; Τι είναι το καλό και τι το κακό; Είμαστε ελεύθεροι όταν προβαίνουμε σε συγκεκριμένες πράξεις ή μας καθορίζουν βαθύτερες δυνάμεις που δεν μπορούμε να ελέγξουμε; Tι κάνει τα ωραία πράγματα ωραία;
Σύμφωνα με τον Βιτγκενστάιν: Ξεκινάμε με μια διανοητική δυσφορία σαν του παιδιού που ρωτάει: "Γιατί;” Το ερώτημα του παιδιού δεν είναι σαν εκείνο του ώριμου ανθρώπου· είναι μια έκφραση απορίας και όχι αίτημα για παροχή ακριβών πληροφοριών. Έτσι και οι φιλόσοφοι ρωτούν: “Γιατί;” και “Tι;”, χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς είναι αυτό που ρωτούν. Εκφράζουν ένα αίσθημα διανοητικής δυσφορίας... Τα φιλοσοφικά προβλήματα έχουν τη μορφή: “Τα ΄χω χαμένα”.
(Λούντβιχ Bίτγκενσταϊν, Αφορισμοί και εξομολογήσεις)

γ. Για τη σχέση φιλοσοφίας και γλώσσας
Ο Wittgenstein έχει μείνει στη γλωσσολογία για το περίφημο «η γλώσσα μου είναι ο κόσμος μου» (στην πραγματικότητα η κατά λέξη μετάφραση είναι : «Τα όρια τής γλώσσας μου ορίζουν τα όρια τού κόσμου μου»). Είπε, δηλαδή, ευθαρσώς ότι ο κόσμος μου είναι τόσος και τέτοιος όσο μπορώ να τον εκφράσω γλωσσικά. Ό,τι άλλο έχω μέσα μου και δεν μπορώ να το εκφράσω, αντικειμενικά δεν μπορεί να υπάρξει και γι’ αυτό είναι καλύτερα να σιωπώ.
Γλωσσολογική προέκταση αυτής τής ρήσης είναι ότι τα πάντα περνούν μέσα από τη γλωσσική επεξεργασία, μέσα από τον γλωσσικό κόσμο τού καθενός. Ένα τρίτο που είπε ο Wittgenstein έχει σχέση με τη σημασία. Ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα στη γλωσσολογία είναι να ορίσει κανείς τη σημασία μιας λέξης. Η θέση τού Wittgenstein είναι ότι σημασία είναι η χρήση που έχει μια λέξη. Το σύνολο των χρήσεων είναι η σημασία. Πρακτικώς, πήγε στο επικοινωνιακό κομμάτι τής εφαρμογής. Κι από την άλλη μεριά, είναι αυτός που είπε ότι αυτά που λέμε με τη γλώσσα πρέπει να επαληθεύονται ή να διαψεύδονται, γιατί η γλώσσα είναι λογική και υπόκειται σε συνθήκες αληθείας. (Δ. Νανόπουλου – Γ. Μπαμπινιώτη«Από την κοσμογονία στη γλωσσογονία. Μια συν-ζήτηση»[Αθήνα 2010, εκδ. Καστανιώτη], σελ. 81-82)
Στο πλαίσιο της θεωρίας του για το νόημα της γλώσσας κατά τη χρήση της ο Βιτγκενστάιν παρομοίασε το νόημα των λέξεων με τον ρόλο που διαδραματίζουν τα πιόνια σε ένα επιτραπέζιο παιχνίδι, ο οποίος καθορίζεται από τους κανόνες που ισχύουν στο παιχνίδι. Άλλοι είναι οι ρόλοι που έχουν τα πιόνια στο σκάκι, άλλοι οι ρόλοι που διαδραματίζουν τα πιόνια στην ντάμα, άλλοι στο τάβλι, και ούτω καθεξής, επειδή ακριβώς τα παιχνίδια αυτά διέπονται από διαφορετικούς κανόνες. Αν όλα τα επιτραπέζια παιχνίδια όπου χρησιμοποιούνται πιόνια είχαν τους ίδιους κανόνες, τότε και οι ρόλοι των πιονιών που χρησιμοποιούνται σε αυτά θα ήταν, επίσης, ίδιοι. Κι αυτό, βέβαια, δεν ισχύει μόνο με τα επιτραπέζια παιχνίδια, αλλά με όλα τα παιχνίδια –το ποδόσφαιρο, το μπάσκετ, τα αγωνίσματα του στίβου και άλλα τέτοια–, όπου η συμπεριφορά του κάθε παίκτη ή συντελεστή καθορίζεται από τους κανόνες του παιχνιδιού στο οποίο συμμετέχει ο τελευταίος αυτός.
Έτσι, υποστηρίζει ο Βιτγκενστάιν θα πρέπει να εννοήσομε και τη γλώσσα: όχι συμπαγή, μονοσήμαντη και μονοδιάστατη, αλλά σαν ένα σύνολο από γλώσσες –όπως ας πούμε, η γλώσσα που μεταχειρίζονται οι φυσικοί, η γλώσσα με την οποία εκφράζονται οι χριστιανοί, η γλώσσα που χρησιμοποιούμε στην καθημερινή επικοινωνία μας –, που θα μπορούσαμε να παρομοιάσομε με ένα σύνολο από παιχνίδια –τα «γλωσσικά παιχνίδια», όπως τα ονομάζει ο ίδιος–, που το καθένα τους έχει τους δικούς του κανόνες, οι οποίοι προσδιορίζουν το νόημα των λέξεων που χρησιμοποιούνται σε αυτό.
Επειδή οι κανόνες που διέπουν τα γλωσσικά παιχνίδια είναι διαφορετικοί, έπεται ότι και το νόημα της κάθε λέξης που χρησιμοποιείται σε αυτά είναι διαφορετικό –έστω κι αν πρόκειται για την ίδια λέξη· όπως, για παράδειγμα, η λέξη «πατέρας», που χρησιμοποιείται, ας πούμε, στο γλωσσικό παιχνίδι της καθημερινής επικοινωνίας μας και στο γλωσσικό παιχνίδι της χριστιανικής πίστης. Στην τρέχουσα επικοινωνία μας, οι κανόνες που διέπουν το γλωσσικό παιχνίδι της καθημερινής επικοινωνίας μάς υποχρεώνουν με τη λέξη «πατέρας» να εννοούμε ένα ανθρώπινο ον που έχει ορισμένο ύψος, ορισμένο πάχος, ορισμένο χρώμα ματιών, ορισμένο μέγεθος μύτης, αυτιών και άλλα τέτοια χαρακτηριστικά. Δεν μπορούμε, όμως, όταν πρόκειται για το γλωσσικό παιχνίδι του χριστιανισμού, για τη γλώσσα δηλαδή που μεταχειρίζονται όσοι ασπάζονται τη χριστιανική πίστη, στη λέξη «πατέρας» να αποδώσομε το ίδιο νόημα. Αν, δηλαδή, ακούγοντας έναν χριστιανό να επικαλείται τον Θεό σαν πατέρα, τον ρωτήσουμε για τον τελευταίο αυτόν «τι ύψος έχει;», «πόσο βαρύς είναι;», «τι χρώμα μάτια έχει;» και άλλα παρόμοια, ο χριστιανός θα καγχάσει, λέγοντάς μας ότι δεν ξέρομε τι μας γίνεται. Η αντίδραση του χριστιανού πιστού είναι δικαιολογημένη, επειδή επιχειρήσαμε να αντιληφθούμε το νόημα της λέξης «πατέρας» όπως χρησιμοποιείται αυτή στο γλωσσικό παιχνίδι της χριστιανικής πίστης επικαλούμενοι ή έχοντας υπόψη μας τους κανόνες που διέπουν την χρήση της λέξης «πατέρας» στο γλωσσικό παιχνίδι της καθημερινής επικοινωνίας.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τη θεωρία του νοήματος της γλώσσας, που διατύπωσε ο Βιτγκενστάιν, μπαίνοντας με τη γέννησή μας στο μεγάλο παιχνίδι της ζωής, μας περιμένουν ένα σωρό γλωσσικά παιχνίδια, στα οποία μπορούμε να συμμετέχομε ακολουθώντας τους κανόνες της μορφής της ζωής με την οποία είναι συνυφασμένο το καθένα από αυτά έτσι, ώστε οι λέξεις που χρησιμοποιούμε να έχουν νόημα. Αν, αντί γι’ αυτό, όμως, μπούμε σε αυτό ή εκείνο το γλωσσικό παιχνίδι και μεταχειριζόμαστε τις λέξεις που χρησιμοποιούνται εκεί εφαρμόζοντας τους κανόνες μιας μορφής ζωής η οποία υφίσταται σε κάποιο άλλο γλωσσικό παιχνίδι, τότε είναι βέβαιο ότι από τη σύγχυση αυτή εκείνοι που θα ζημιωθούν θα είμαστε εμείς, αφού έτσι η γλώσσα μας θα στερείται νοήματος, με αποτέλεσμα να συνεχίσουμε να ταλανιζόμαστε από τα φιλοσοφικά προβλήματα τα οποία οφείλονται αποκλειστικά στο μπέρδεμα των γλωσσικών παιχνιδιών.

δ. Ο Wittgenstein είπε:
Τα όρια ενός ανθρώπου καθορίζονται από τα όρια της γλώσσας του.
Για τα πράγματα που δεν μπορείς να μιλήσεις, πρέπει να σωπαίνεις.
Αν οι άνθρωποι δεν έκαναν ποτέ ανοησίες, τίποτε έξυπνο δεν θα είχε γίνει ποτέ.
Οι περιορισμοί απελευθερώνουν.
Όταν μιλάμε μιαν άλλη γλώσσα, αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο κάπως διαφορετικά.
Το να ξεστομίζεις μια λέξη είναι σαν να χτυπάς μια νότα στο πληκτρολόγιο της φαντασίας.

Επιλέξτε μία από τις παραπάνω φράσεις και σχολιάστε/αναπτύξτε την σε μία παράγραφο (80-100 λέξεων). Θα χρησιμοποιήσετε τη συγκεκριμένη φράση ως θεματική περίοδο και θα την αναπτύξετε με μία από τις μεθόδους ανάπτυξης που γνωρίζουμε (ορισμός, παραδείγματα, διαίρεση, αναλογία, αιτιολόγηση, σύγκριση/αντίθεση, αίτιο/αποτέλεσμα) ή με συνδυασμό κάποιων από αυτές τις μεθόδους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου