Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020

Τελευταία μαθήματα σχολικής χρονιάς 2019-2020

1. Γ΄ Γυμνασίου

- Νεοελληνική Γλώσσα
Συζητώντας για την επικαιρότητα
Αξιοποιήθηκαν μεταξύ άλλων:
α. Εικαστικό έργο του Banksy
β. Άρθρο του Δ. Χριστόπουλου
Μήπως η απόσταση βοηθάει να μάθουμε κάτι από τις ΗΠΑ;
Είκοσι ένα δευτερόλεπτα πήρε στον Καναδό πρωθυπουργό να ξεπεράσει την αμηχανία του και να αρχίσει να απαντά σε μια ερώτηση σχολιασμού των δηλώσεων μίσους του Ντόναλντ Τραμπ σχετικά με τις διαδηλώσεις μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ. Όταν όμως ξεκίνησε, έδωσε ένα όμορφο μάθημα για το πώς πρέπει οι εκτός Ηνωμένων Πολιτειών να βλέπουμε την κατάσταση εκεί: «Είναι καιρός και για εμάς τους Καναδούς να αναγνωρίσουμε πως έχουμε κι εμείς τις προκλήσεις μας. Ότι οι μαύροι Καναδοί και οι άλλοι μειονοτικοί ("racialized") Καναδοί αντιμετωπίζουν διακρίσεις, ως βιωμένη πραγματικότητα, κάθε μέρα που περνάει. Υπάρχουν συστημικές διακρίσεις στον Καναδά, γιατί το σύστημά μας αντιμετωπίζει τους μαύρους και τους άλλους μειονοτικούς Καναδούς διαφορετικά από τους υπόλοιπους. Είναι κάτι που πολλοί από μας δεν βλέπουμε, αλλά έτσι είναι τα πράγματα. Πρέπει να το δούμε αυτό και να δράσουμε, όχι μόνο ως κυβέρνηση, αλλά ως Καναδοί, ώστε να συμπαραταχθούμε στον αγώνα εναντίον των διακρίσεων».
Είναι εύκολο από την άλλη άκρη των συνόρων ή ακόμη πιο εύκολο από την άλλη άκρη του Ατλαντικού να ρίχνει κανείς το ανάθεμα στην white supremacy και να συμπαρίσταται στα θύματα των διακρίσεων. Όσο πιο μακριά είσαι, τόσο ευκολότερη είναι η ρητορική της αλληλεγγύης. Έχουμε πολλά παραδείγματα για το πώς η γεωγραφία –και ειδικότερα η γεωγραφική απόσταση– λειτουργεί ως καταλύτης για την έκφραση της κοινωνικής ευαισθησίας έναντι των κάθε λογής θυμάτων της καταπίεσης.
Αυτή η απόσταση μάς επιτρέπει να ταυτιστούμε ευκολότερα με τα θύματα και για τον λόγο αυτό οι κήρυκες της αποκήρυξης της βίας «από όπου και αν προέρχεται» δεν είναι έτοιμοι να καταδικάσουν, με την ίδια ηθική ευκολία που καταδικάζουν πάντα, τη βία των αδύναμων. Κι αυτό διότι αντιλαμβανόμαστε ευκολότερα ότι το να καταδικάσεις τη βία αφήνοντας άθικτες τις εξουσιαστικές δομές που την προκαλούν είναι δώρον άδωρο.
«Να μη χλευάζουμε, να μη θρηνολογούμε, να μην καταφρονούμε, αλλά να κατανοούμε» γράφει ο Σπινόζα. Αντί δηλαδή να διερωτώμεθα ρητορικά «πώς είναι δυνατό να γίνονται τέτοια πράγματα;», να διερωτηθούμε ειλικρινά κι αυθεντικά με διάθεση να μάθουμε πώς όντως είναι δυνατό να υπάρχει τόσο εδραιωμένη αίσθηση της αδικίας στις ΗΠΑ.
Αντί λοιπόν να αντιδρούμε απέναντι στα γεγονότα με τις συγκινησιακές μας φορτίσεις, ας κάνουμε προσπάθεια να τα κατανοήσουμε. Αυτό δεν μας αφαιρεί το δικαίωμα να καταδικάζουμε ή να επικρίνουμε, ούτε να συμπαραστεκόμαστε. Μας ανοίγει όμως τον δρόμο να ερμηνεύσουμε τα πράγματα ως νοσηρές πρακτικές μιας δεδομένης αλληλουχίας αιτιών που την κατέστησαν δυνατή.
Όπως γράφει για τον Σπινόζα ένας σύγχρονος μελετητής του: «Το να νικήσουμε το κακό επιτιθέμενοι στις βαθιές αιτίες του, το θεωρεί ασυγκρίτως χρησιμότερο από το να περνάμε την ώρα μας θυμώνοντας, θρηνολογώντας, καταφρονώντας, καταδικάζοντας, αντιδράσεις που συνηθέστατα μας απαλλάσσουν από την υποχρέωση να ενεργήσουμε».
Το να ενεργήσουμε, όμως, σημαίνει ότι πρέπει να ξεκινήσουμε από τα εν οίκω: να δούμε λίγο αυτοκριτικά το τι κάναμε και πώς το καταφέραμε. Ποιους πονέσαμε, ποιους διώξαμε, ποιους ισοπεδώσαμε για να γίνουμε αυτοί που είμαστε. Όχι απλώς να επαναπαυόμαστε στις δάφνες των νικών και στα μοιρολόγια των καταστροφών μας. Φτάνει με την αυτοθυματοποίηση! Ποια είναι η σκοτεινή πλευρά των θριάμβων; Ποιες οι αμαρτίες που κρύβονται επιμελώς στο ντουλάπι της εθνικής λήθης; Επίσης: μήπως και τώρα ακόμη υπάρχουν ή διαιωνίζονται συμπεριφορές που θα μπορούσαν δυνητικά να προκαλέσουν εκρήξεις διαλυτικές για την κοινωνική συνοχή; Τι θα είχαν σε αυτό να πούνε ομάδες τόσο περιθωριοποιημένες όπως οι Έλληνες Τσιγγάνοι ή οι πρόσφυγες στους οποίους συμπεριφερόμαστε περίπου ως ανθρωποειδή;
Κάτι λοιπόν έχουμε όλοι να μάθουμε από τον Καναδό πρωθυπουργό ο οποίος προτίμησε να μην πει τι νιώθει για τον Πρόεδρο των ΗΠΑ και να στραφεί στο τι πρέπει να προσέχουν οι συμπατριώτες του στα του οίκου τους. Τον Τραμπ είναι εύκολο να τον σιχτιρίσεις. Τον Τραμπ μέσα σου, λιγότερο. (Δ. Χριστόπουλος/ Πηγή: www.lifo.gr)

γ. Στοιχεία από τη φιλοσοφική σκέψη της Hannah Arendt
Η Hannah Arendt και η κοινοτοπία του κακού
Το μεγαλύτερο κακό σε αυτόν τον κόσμο, έλεγε η Arendt, δεν προέρχεται από ανθρώπους που επιλέγουν να είναι κακοί. Προέρχεται από ανθρώπους που απλώς δε σκέφτονται καθαρά. Από ανθρώπους που, βλέποντας τα πράγματα μονομερώς, μέσα από παραμορφωτικούς-ιδεολογικούς φακούς, κάνουν αδιανόητα πράγματα, θεωρώντας τα προφανή και κανονικά. Στηριζόμενοι σε αυτήν την κανονικότητα, πραγματοποιούμε φοβερά πράγματα με έναν οργανωμένο και συστηματικό τρόπο. Αυτή είναι η διαδικασία, με την οποία άσχημες, εξευτελιστικές, δολοφονικές, απάνθρωπες και απερίγραπτες πράξεις καταλήγουν να αποτελούν ρουτίνα και γίνονται αποδεκτές ως «ο τρόπος που γίνονται τα πράγματα». Αυτό το φαινόμενο η Arendt το ονόμασε «η κοινοτοπία του κακού».
Παράδειγμα για την ίδια είναι η περίπτωση του συνταγματάρχη των SS και επικεφαλής του γραφείου των εβραϊκών υποθέσεων, Adolf Eichmann. Ο Eichmann θεωρείται ο «αρχιτέκτονας» της εξολόθρευσης έξι εκατομμυρίων Εβραίων κατά τη διάρκεια του ολοκαυτώματος. H δίκη του Eichmann στην Ιερουσαλήμ το 1961 αποτελεί το κεντρικό θέμα της επικαιρότητας της εποχής, το οποίο η Arendt καλύπτει ως ανταποκρίτρια του αμερικανικού περιοδικού The New Yorker. Αυτό που διαπιστώνει και καταγράφει στα άρθρα της κι αργότερα στο βιβλίο της είναι ότι δεν πρόκειται για έναν διεστραμμένο σαδιστή και σατανικό δολοφόνο, όπως ο καθένας θα νόμιζε. Ο Eichmann δεν ήταν για την Arendt παρά η ενσωμάτωση της κοινοτοπίας του κακού: ένας σχολαστικός γραφειοκράτης, που δεν είχε τη διανοητική ικανότητα να σκεφτεί καν τις συνέπειες των πράξεών του. Όχι επειδή ήταν ηλίθιος ή τρελός, αλλά επειδή ήταν εγκλωβισμένος σε έναν ορισμένο τρόπο σκέψης, που τον εμπόδιζε να δει καθαρά. Τον εμπόδιζε να αναλογιστεί τις επιπτώσεις και την ηθική διάσταση των εγκλημάτων του. Αυτή ακριβώς η συνθήκη συνιστά για την Arendt ένα κλισέ, το οποίο μπορεί να προκαλέσει χειρότερα δεινά ακόμα και από το εσκεμμένο «κακό». Το πρόβλημα με τον Eichmann είναι ότι πάντα υπήρχαν και ακόμα υπάρχουν πολλοί σαν αυτόν, απίστευτα φυσιολογικοί άνθρωποι, οι οποίοι λόγω της αδυναμίας τους να σκεφτούν εκτός του προκαθορισμένου πλαισίου, μπορεί να προκαλέσουν ανεπανόρθωτο κακό στην πορεία της ανθρωπότητας.
Η Hannah Arendt είναι η φιλόσοφος που κατάφερε να δυσαρεστήσει όλους όσοι κατατάσσονται εύκολα σε κουτάκια. Η κατάταξη σε κουτάκια, η μαζοποίηση κάτω από κοινές ταμπέλες είναι για την Arendt η απαρχή του ολοκληρωτισμού. Για την Arendt, η απαλλαγή από κάθε είδους προκαταλήψεις, είναι το κύριο μέλημα για μια ανθρώπινη, πλουραλιστική και ενεργή κοινωνία. Σε κάθε εποχή μπορεί να αναδυθεί κάτι καινούριο, άγνωστο μέχρι εκείνη τη στιγμή, μέσα από τη δράση και το διάλογο των απαλλαγμένων από τον εγωισμό και την πολιτική προκατάληψη πολιτών. Η Arendt ανήκει στους φιλοσόφους με τους οποίους δεν είναι εύκολο να συμφωνήσει κανείς, αλλά που αν τελικά τους κατανοήσει, είναι πιθανόν να χάσει για πάντα τον ύπνο του. [Πηγή: www.doctv.gr]

- Νεοελληνική Λογοτεχνία

Γεώργιος Βιζυηνός, Το μόνον της ζωής του ταξείδιον 

(απόσπασμα και εργασίες/δραστηριότητες)


― Και τον κόσμο που εγύρισες, παππού, τα μεγάλα ταξείδια που έκαμες, θα τα έκαμες λοιπόν πριν πάρης την γιαγιά; ορίστε;
Ο παππούς ανέλαβε πάλιν το εργόχειρόν του· θλιβερόν μειδίαμα εκάθητο επί των χειλέων του.
― Πριν με δώσουν στην γιαγιά σου την Χατζίδενα, είπε ταπεινώσας τους oφθαλμούς ― Δεν ήμουν αγόρι!
― Αμ' τί, παππού; κορίτσι ήσουνα;
― Πες πως ήμουνα κορίτσι, ψυχή μου, είπεν ο παππούς με το θλιβερόν του μειδίαμα, αφού κ' εγώ το θαρρούσα πως ήμουνα, κι' ο κόσμος το επίστευεν.
Αι λέξεις μοι ενεποίησαν παράξενον εντύπωσιν. Ο παππούς εκράτει εις τας χείρας του γυναικείον εργόχειρον· και ―μ' όλον το λεβέντικόν του ανάστημα― [...], η όλη της μορφής τoυ έκφρασις μοι εφάνη την στιγμήν εκείνην ενέχουσα πολύ το θηλυπρεπές και γυναικείον.
― Ναι, ναι, ψυχή μου, είπεν ο παππούς αναστενάξας και γενόμενος αίφνης σύννους. Εσείς ζήτε σε χρυσούς καιρούς τώρα, σε χρυσούς καιρούς! ταξιδεύετε σ' ό,τι ώρα θέλετε, σ' όποια χώρα θέλετε. Και το κάτω κάτω, ψυχή μου, ξέρετε τί είστε. Εμείς εζούσαμεν σε βίσεκτους καιρούς, δυστυχισμένους χρόνους! Oι μάναις μας εγονάτιζαν μπρός σταις εικόναις, ψυχή μου, και έκλαιαν στην Παναγία ή να τους δώση κορίτσι, ή να σκοτώση το παιδί, που είχανε στα σπλάγχνα τους, δια να μη γεννηθή αγόρι.
― Γιατί παππού;
― Γιατί, κάθε λίγο και πολύ, είπεν ο παππούς ολονέν σκυθρωπότερος, έβγαινε, ψυχή μου, το Γιανιτσαριό [...] κ' εμάζωναν τα ευμορφότερα χριστιανόπαιδα, ψυχή μου, και τα τούρκευαν.
― Γιατί, παππού;
― Για να τα κάμουν Γιανίτσαρους, είπεν ο γέρων αγανακτών. Για να τα κάμουν σαν τον εαυτό τους· να έρχωνται πίσω στην χώρα, σαν μεγαλώσουν και ξεχάσουν που είναι Ρωμηόπουλα, να σφάζουν τους ίδιους των γονείς, που τα γέννησαν, και ν' ατιμάζουν ταις ίδιαις των αδελφαίς, που βύζαξαν από ένα γάλα.
[...]
Γι' αυτό, εξηκολούθησεν έπειτα, όταν εγεννήθηκα εγώ, ψυχή μου, και μ' εβάφτισαν, με έβγαλαν “Γεωργιά”· που θα πη, μου έδωκαν θηλυκόν όνομα, καθώς έβγαζαν τότε Κωνσταντινιά και Θανασία και Δημήτρω ―όλα αρσενικά παιδιά, ψυχή μου, με θηλυκόν όνομα― Και μαζί με το όνομα, μ' εφόρεσαν και κοριτσίστικα ρούχα.
Όσα χρονάκια πέρασαν, ψυχή μου, τόσαις φοραίς από την θύραν του σπιτιού μας δεν εβγήκα, σαν καψοκόριτσο που θάρρευα να είμαι. Σαν έγεινα καμμιά δεκαριά χρονώ, με πιάνει μιαν ημέρα ―Θεός σχωρέσ' τονα― ο κύρης μου, με καθίζει στο σκαμνί, με κόφτει ταις μεγάλαις μου πλεξούδαις, μου βγάζει τα φουστανέλια και:
― Διες εδώ, με λέγει, Γεωργιά, από σήμερα και να πάγη είσαι “Γεώργης”, είσαι αγόρι· από αύριο και να πάγη είσαι άνδρας, ο άνδρας της Χρουσής, που παίζετε κάθε μέρα ταις κούκλαις και τα πεντόβολα.
Αυτό ήταν όλο κι' όλο, που με είπε, και μ' εφόρεσε τ' αγορίστικα ρούχα.
Την άλλη την ημέρα, ψυχή μου, ήλθαν τα βιολιά και τα λαγούτα, και μ' επήραν στην εκκλησιά, και μ' εστεφάνωσαν με την γιαγιά σου.
― Πώς, παππού; Έτσι μικρός που ήσουνα;
― Ναι, ψυχή μου· είπεν ο παππούς συναπορών και αυτός. Ακόμα δεν έμαθα πώς να δένω το καινούριο μου καβάδι, και μ' έδωσαν και γυναίκα για να κυβερνήσω! Μα ―είπεν είτα συνωφρυωμένος― έπρεπε να γένη. Περισσότερον καιρό δεν ειμπορούσαν να με κρύψουν· και το φερμάνι έλεγε, πως μόνον τους ανύπανδρους να παίρνουν οι Γιανίτσαροι. Μ' επάνδρεψαν λοιπόν “εν πομπή και παρατάξει”, και έτσι, ψυχή μου, αντί να με πάρη κανένας Γιανίτσαρος ―μ' επήρεν η γιαγιά σου.
― Και που θα πη λοιπόν, παππού, εσύ δεν έκαμες μήτ' ένα ταξείδι στην ζωή σου! Μήτε, πριν πανδρευθής, δεν εταξείδευσες;
Ο παππούς επί τινας στιγμάς εφάνη αμηχανών, πώς πρέπει ν' απαντήση. Έπειτα χαμηλώσας αιδημόνως το βλέμμα:
― Τί να σε πω, ψυχή μου, είπε. Πριν πανδρευθώ έκαμα ένα ταξείδι, μα ―τί τα θέλεις― έμεινε κι' αυτό στην μέση. Έμειν' ατελείωτο...
― Πώς, παππού; Πότε;
Ο γέρων παρήτησε το εργόχειρόν του χαμαί, και τείνας το βλέμμα προς τον ορίζοντα, εφαίνετο ενασχολών σιγηλά τους οφθαλμούς του με την θέαν της προ ημών εκτεινομένης χωριογραφίας.
Ο ουρανός ήτον ανέφελος· ο ήλιος χαμηλά εις τον ορίζοντα· και το υψηλόν της θέσεως, εφ' ης ευρισκόμεθα, παρείχεν εις τον θεατήν λίαν αχανές και όμως λίαν ευπερίληπτον πανόραμα.
[...]
Και όμως προ του τερπνοτάτου τούτου θεάματος ―το ενθυμούμαι ακόμη― μυστική τις ανησυχία, θλιβερόν τι προαίσθημα συνείχε την καρδίαν μου. [...]
Ο παππούς, αφ' ού εφ' ικανήν ώραν ενησχολήθη με το θέαμα τούτο σιωπηλός και αφηρημένoς, εστήριξε το βλέμμα επί ενός των απωτέρων κωνοειδών χωμάτων εις το βάθος του ορίζοντος και δείξας δια του δακτύλου:
― Την βλέπεις, ψυχή μου, είπεν, εκείνην την “τούμβα";
― Ποιάν, παππού;
― Νά εκείνην την αψηλότερη από όλαις ταις άλλαις, που φαίνεται, εκεί που τελειώνει της γης το πρόσωπο.
― Την βλέπω· εγγίζει τον ουρανό με την κoρφή της, παππού.
― Άι χακ! Είπεν ο παππούς, ευχαριστημένος εκ της απαντήσεως. Ο ουρανός ακουμβά πάνου της. Δεν ακουμβά;
― Ναι, παππού! Η γης τελειώνει αυτού πέρα και αρχίζει ο ουρανός.
― “Άι χακ”! ανεφώνησεν ο γέρων έτι μάλλον ευχαριστημένος. [...]
― Ώς εκεί πέρα, είπε, μ' εβάσταξε να ταξειδέψω!
Και επρόφερε τας λέξεις με ύφος τόσον εναβρυντικόν, ώστε δεν ηννόησα ευθύς εάν του παππού τού εβάσταξε να ταξειδεύση μέχρι του ουρανού, ή μέχρι της “τούμβας”, εφ' ης εφαίνετο ο ουρανός στηριζόμενος.
Ο παππούς εξηκολούθησεν.
― Η “τούμβα” φαίνεται από το παράθυρό μας· από μικρό παιδί την έβλεπα και το είχα ένα “μεράκι” ―μια μεγάλη επιθυμία― να ήτανε βολετό να πήγαινα εκεί κάτω, ν' αναίβω στην κoρφή της “τούμβας”, να μβώ εις τα ουράνια. Μα έλα που ήμουνα κορίτσι! Πώς να βγώ μέσα στους δρόμους;
Σαν μ' έκοψεν ο κύρης μου τα μαλλιά και μ' έβαλε καβάδι, και μ' έκαμεν, έτσι δια μιας αγόρι ―εκείνοι εψαλίδιζαν χαρτιά και έπλεκαν του γάμου τα στεφάνια, εγώ, μια κλωθογυρνώ την άκρην άκρη, και βγαίνω στην αυλή. Το ταξείδι είχα στον νου μου, και μόνο το ταξείδι.
[...]
― Έξω από τ' ορνιθαριό, είπεν, ήτον ένα ξύλο στημένο, με κάτι ξυλάκια σταυρωτά πάνω σ' αυτό καρφωμένα, για να πατούν οι όρνιθες ν' αναιβαίνουν σταις φωλιαίς των. Το είχα από μιας αρχής στο μάτι. Θα τ' ακουμβήσω στο γυαλί του ουρανού, έλεγα με τον νου μου, σαν σκάλα, θ' αναίβω, θα τρυπήσω μια τρύπα ―θαμβώ μέσα. Έτσι, ψυχή μου, σου παίρνω το ξύλο στον ώμο, και, σαν με διουν, ας με γράψουν!
― Βγαίνω από την αυλή, στρίβω δεξιά και ―δρόμο! Ο κόσμος που μ' έβλεπε, πού να με γνωρίση πως ήμουν η Γεωργιά η θυγατέρα του Σύρμα! Ήταν σαν να ήρθα πρώτη φορά στον κόσμο.
Ώς και η Χρουσή, η γιαγιά σου, που με είδεν έτσι με το καβάδι, μ' έβαλε μπροστά με ταις πέτραις. Εγώ ― δρόμο. Από τέτοιο ταξείδι, ποιός μπορεί να μ' εμποδίση; Βγαίνω στους κήπους· μβαίνω στα χωράφια· περνώ τον ποταμό· τα μάτια καρφωμένα στην “τούμβα”, και ―δρόμο. Πάγω ένα μίλι, πάγω δύο. Μα ―τί θαρρείς, ψυχή μου; Η “τούμβα”, όσο προχωρώ, τραβιέται μακρότερα! Ο ουρανός, όσο κοντεύω, σηκώνετ' αψηλότερα! Α! αυτό, ψυχή μου, μ' έκοψε τα γόνατα! Κουρασμένος ήμουν από πολύ προτήτερα, μα δεν μ' αποφάνηκε, παρά σαν είδα πως η άκρα του ουρανού επήγαινεν όλον έν μακρύτερ' από την “τούμβαν”, που ελογάριαζα να τον εύρω. Τότε μου εκόπηκε το “χαβέσι”, και έννοιωσα, πως είμαι κουρασμένος, πως πεινώ, πως το ξύλο που σηκόνω βαραίνει σαν μολύβι, πως άρχησε να βραδυάζη και ―τί τα θέλεις, ψυχή μου; ―τότες εγύρισα πίσω κι' αφήκα το ταξείδι ατελείωτο!
Γιατί, διες, επρόσθεσεν είτ' αμέσως ο γέρων, εσυλλογίσθηκα κοντά εις τ' άλλα και τον κύρη μου. Αυτός ―Θεός σχωρέσ' τονε― δεν έμοιαζε την γιαγιά σου, την Χατζίδενα.
― Πώς, παππού;
― Χμ! είπεν εκείνος, εκφραστικώς μειδιάσας. Η γιαγιά σου, ψυχή μου, μπουμπουνίζει, μα δεν βρέχει. Ο κύρης μου έβρεχε, μα δεν εμπουμπούνιζε! Γι' αυτό, ψυχή μου, εγύρισα πίσω. ― Ήταν “το μόνο ταξείδι της ζωής μου”, επρόσθεσεν είτα σύννους ο γέρων, μα ― έμειν' ατελείωτο.
― Και τα πράγματα, που είδες παππού, και ξεύρεις; ― ηρώτησα εγώ τότε εν μεγίστη απορία. ― Στην χώρα που ψήν' ο ήλιος το ψωμί εκεί κοντά που ζουν οι Σκυλοκέφαλοι, πότε επήγες, παππού;
― Ω! είπεν εκείνος τότε. Αυτού, ψυχή μου, δεν επήγα· με τ' αφηγήθηκε η γιαγιά μου, όταν μ' εμάθαινε να πλέκω.
― Και στης θάλασσας τον αφαλό, παππού, που βγαίνει η Φώκια και πιάνει τα καράβια, και τα ρωτά για τον Αλέξανδρο τον βασιλέα; Κ' εκεί δεν επήγες;
― Όχι, ψυχή μου! Κι αυτό με τ' αφηγήθηκ' η γιαγιά μου.
― Και στο σπήλαιο, παππού, που είν' η Μάγισσα, που μαρμαρώνει τους ανθρώπους, κ' εκεί δεν επήγες;
― Όχι, ψυχή μου! Η γιαγιά μου, με τ' αφηγήθηκε, η γιαγιά μου.
Απερίγραπτος είναι η αύξουσα έντασις της απογοητεύσεώς μου ανά πάσαν αυτού απόκρισιν. Όλη λοιπόν η μεγάλη εκείνη ιδέα μου περί των ταξειδίων του παππού, όλη μου η προς αυτόν υπόληψις κ' εμπιστoσύνη δια την κοσμογνωσίαν και πολυπειρίαν του περιωρίζετο έξαφνα εις τας διηγήσεις, δηλαδή τα παραμύθια, τα οποία ήκουσεν από την μάμμην του, καθ' ον χρόνoν είχε την αφέλειαν να πιστεύη ο πτωχός και το ότι ήτο θηλυκού και ουχί αρσενικού γένους! Απελπισία και αγανάκτησις κατείχε την καρδίαν μου.
― Και ταις βασιλοπούλαις, παππού, και αυταίς λοιπόν δεν ταις είδες με τα μάτια σου; και δεν έφαγες και δεν εκουβέντιασες μαζί των;
― Ποιαίς βασιλοπούλαις, ψυχή μου;
― Νά! αυταίς που ερωτεύονται με τα ραφτόπουλα, και αρρωστούν από την αγάπη, και στέλνουν τον πατέρα τους, τον βασιλέα με την κορώνα, να πάγη να παρακαλέση τον γαμβρό; Δεν θυμάσαι, που με τώλεγες; [...]
― Αχ! ψυχή μου! Είπεν ο γέρων τότε λυπημένος. Αυτό το άκουσα από την γιαγιά μου, όταν μ' εμάθαινε να κεντώ και να ράφτω! Μα θαρρώ, ψυχή μου, πως μήτ' εκείνη δεν το είδε με τα μάτια της!
Τούτο διέλυσε και την ελαχίστην μου πλάνην! [..] Αλλά, λοιπόν, αι κακουχίαι και τα βάσανα, όσα υπέστην, και όσα έμελλον να υποστώ, με την γλυκείαν ελπίδα, να επιστρέψω ποτέ εις το χωρίον με μίαν βασιλοπούλαν εις το πλευρόν μου, επήγαινεν εις τα χαμένα; επήγαν δια τίποτε; Καλά, παππού! Αν με διης και σύ ποτε να ξαναπιάσω βελόνι, πες πως είμαι θηλυκός και δεν το ξεύρω!
Και τον ενδιάθετον τούτον λόγον ητοιμαζόμην να προφέρω, ελέγχων συγχρόνως τον παππούν, διότι έγεινεν αιτία να υπάγω εις την Πόλιν να κακουχηθώ επί ματαίω. Αλλ' ότε, υψώσας τους οφθαλμούς, είδον τον παππούν με το ονειροπολούν αυτού βλέμμα διαρκώς προσηλωμένον μακράν επί της κoρυφής του κωνοειδούς εκείνου χώματος, από του οποίου ήλπισέ ποτε να εισέλθη εις τα ουράνια, δεν ηξεύρω ποία μυστηριώδης δύναμις εδέσμευσε την φωνήν επί της γλώσσης μου.
Ο ήλιος είχε κατέλθει πολύ χαμηλότερα προς την δύσιν. [...]
Ο καϋμένος ο παππούς! εσκέφθην προς εμαυτόν, επάλευσε κ' ενίκησε τον άγγελον χωρίς της βοηθείας μου, αλλά εξαντλήθη και αδυνάτησε τόσο πολύ, που, αν ξανακυλήση έτσι καθώς είναι κανείς δεν τον γλυτώνει.
― Άρχισε να κάμνη κρύο, ψυχή μου ― Είπεν ο γέρων έξαφνα ― Έλα να πάμε.
Τω έτεινα σιωπηλώς την χείρα και υποστηρίζων αυτόν όσον ηδυνάμην, τον συνώδευσα εις την οικίαν του.
Την νύκτα εκείνην έκαμε τω όντι πολύ ψύχος. Τη δε πρωία της επιούσης παχεία πάχνη έκειτο λευκάζουσα επί των μεμαραμένων φύλλων των καλυπτόντων το έδαφος του κήπου μας. Μόλις αφυπνίσθην και έδραμον εις την οικίαν του αγαπητού μου παππού. Αλλ' οποία διαφορά από της χθες μέχρι σήμερον! Πλήθος συγγενών και οικείων συνωστίζοντο σοβαροί και άφωνοι εις την αυλήν, εις το κατώγειον εις την “σάλαν” της γιαγιάς, εν τω μέσω της οποίας έκειτο μακρύς μακρύς ο παππούς ― Εφαίνετο πως δεν εξύπνησεν ακόμη.
Βαθεία ειρήνη εβασίλευεν επί της μορφής του. Μία υπερκόσμιος αίγλη, εν είδει μειδιάματος βαθμηδόν αποσβεννυμένου έπαιζε με τα χαρακτηριστικά του προσώπου του.
Η γιαγιά με τας χείρας θηλυκωμένας περί τα γόνατά της, με το απελπισμένον της βλέμμα απλανές, επί της όψεως του παππού, εκάθητο ωχρά, βωβή, ακίνητος ως απολιθωμένη παρά το πλευρόν του. Η ταλαίπωρος! Τί δεν θα έδιδεν όπως τον εμποδίση από τούτο το ταξείδιον! Διότι το μειδίαμα του παππού ήτον η λάμψις, ην έσυρεν οπίσω της η προς ουρανόν αποδημούσα ψυχή του.
Διότι ο καϋμένος ο παππούς συνεπλήρωνε αληθώς τώρα “το μόνον της ζωής του ταξείδιον”!

(από τα Nεοελληνικά Διηγήματα, Eρμής 1980)

Προσεγγίζουμε το απόσπασμα με τη βοήθεια και των παρακάτω ερωτήσεων-δραστηριοτήτων:

1. Να αποδώσετε περιληπτικά την εξέλιξη της υπόθεσης στο συγκεκριμένο απόσπασμα (π. 200 λέξεις).
2. Να συγκεντρώσετε, όσο γίνεται πιο αναλυτικά και τεκμηριωμένα, τις παρατηρήσεις σας για:
-το είδος της αφήγησης και του αφηγητή, -τους αφηγηματικούς τρόπους, -το αποτέλεσμα της χρήσης των συγκεκριμένων αφηγηματικών επιλογών στο απόσπασμα.
3. α) Ποιες βασικές αποκαλύψεις γίνονται σε αυτό το απόσπασμα; β) Πώς διαμορφώνουν την εικόνα του εγγονού για τον παππού του και πώς επιδρούν στα συναισθήματά του; γ) Πώς επιδρούν στα συναισθήματα του αναγνώστη της ιστορίας;
4. α) Πώς σκιαγραφείται η μορφή του παππού συνολικά; βΠώς εξελίσσεται η σχέση ανάμεσα στον παππού και τον εγγονό; γ) Να παρουσιάσετε τα χαρακτηριστικά αυτής της σχέσης, τα στάδια της εξέλιξης και την κατάληξή της.
5. Πώς συνδέεται, τελικά, ο τίτλος του διηγήματος με το περιεχόμενό του;
6. Η έννοια του ταξιδιού: Πώς επηρεάζει το ταξίδι -κυριολεκτικά και μεταφορικά- τη ζωή των ηρώων (του παππού και του εγγονού) και πώς επιδρά στην ψυχοσύνθεσή τους; (σκεφτείτε: ποια “ταξίδια” πραγματοποιεί ο καθένας τους)
7. Ποια στοιχεία προσδίδουν θεατρικότητα στο διήγημα; Να τα εντοπίσετε και να εξηγήσετε τις επιλογές σας.
8. Δείτε την ταινία του Λάκη Παπαστάθη “Το μόνον της ζωής του ταξείδιον” εδώ: https://safeYouTube.net/w/DQgJ
Και ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο του Βιζυηνού εδώ:

- "Ελένη" Ευριπίδη
Συνεχίσαμε την προσέγγιση του Γ΄ Επεισοδίου: ολοκλήρωση 1ης σκηνής – ανάλυση 2ης σκηνής,
δίνοντας έμφαση:
- στα συναισθήματα και στο ήθος των προσώπων,
- στους διάφορους σκηνικούς δείκτες,
- στα μέσα που επιστρατεύει η Ελένη, προκειμένου να εξασφαλίσει την ευνοϊκή στάση του Θεοκλύμενου,
- στη συμμετοχή του Μενέλαου στην εφαρμογή του δόλου,
- στις πληροφορίες για έθιμα ταφής,
αλλά κυρίως
- στην τραγική ειρωνεία και στους δίσημους λόγους, στοιχεία που κυριαρχούν στο Γ΄ Επεισόδιο.

Ειδικά για τους δίσημους λόγους, θυμηθείτε: ερμηνεύονται διαφορετικά από αυτούς που γνωρίζουν την αλήθεια (Ελένη, Μενέλαος) και διαφορετικά από όποιον αγνοεί την αλήθεια (Θεοκλύμενος).

Εργασία: Σύμφωνα με όσα αναλύσαμε: α) παρουσιάστε τρία παραδείγματα χαρακτηριστικών δίσημων λόγων από τον στίχο 1411 ως το τέλος του Γ΄ Επεισοδίου και εξηγήστε τις πιθανές ερμηνείες των λόγων σε κάθε περίπτωση, β) γράψτε τα συμπεράσματά σας για τη λειτουργία/τον ρόλο των δίσημων λόγων γενικά στο Γ΄ Επεισόδιο (σκεφτείτε: τι προσφέρουν στο έργο, τι υπογραμμίζουν/ αποκαλύπτουν, πώς επηρεάζουν τον θεατή...).

Τέλος...
- Συνοπτική παρουσίαση της υπόθεσης ως την 1η σκηνή της Εξόδου
- Ανάλυση της 2ης και της 3ης σκηνής της Εξόδου
- Ολοκλήρωση έργου - Ανακεφαλαιωτικές παρατηρήσεις
Εργασίες: ερωτήσεις 14, 21, 26 σελίδων 138-139 (επιλογή)

2. Β΄ Γυμνασίου
- Ιστορία
Η Τέταρτη Σταυροφορία, η Άλωση του 1204 και η διάλυση του βυζαντινού κράτους
Πηγή:
Η κινητήρια δύναμη της Δ΄ Σταυροφορίας, ο ενενηντάχρονος βενετός δόγης Ερρίκος Δάνδολος, ήθελε να αποκλείσει τους ιταλούς ανταγωνιστές του από το προσοδοφόρο εμπόριο του Βοσπόρου και του Ευξείνου Πόντου. Εύκολα έπεισε μια μεγάλη στρατιά σταυροφόρων να επιτεθούν μαζί με τον βενετσιάνικο στόλο στην Κωνσταντινούπολη. Τον Απρίλιο του 1204 η Πόλη έπεσε. Αυτό που ακολούθησε αποτελεί ένα από τα πιο επαίσχυντα επεισόδια της ευρωπαϊκής ιστορίας. Μία από τις τρομακτικότερες αφηγήσεις προέρχεται από τον πάπα Ιννοκέντιο Γ΄, που έσπευσε να καταδικάσει αυτό που είχε προβλέψει αλλά δεν είχε τη δύναμη να εμποδίσει.
Οι σταυροφόροι του Χριστού κακοποίησαν και δολοφόνησαν χωρίς οίκτο άνδρες, γυναίκες παιδιά, σύλησαν τους αυτοκρατορικούς τάφους και δεν άφησαν απείραχτο ούτε το σκήνωμα του Ιουστινιανού. Στην Αγία Σοφία οι ορδές των στρατιωτών κατέστρεψαν την Αγία Τράπεζα, κομμάτιασαν το αργυρό εικονοστάσιο και πήραν μαζί τους όλο το ασήμι και το χρυσάφι που μπόρεσαν να φορτώσουν στα μουλάρια και τα γαϊδούρια που είχαν φέρει μέσα στον ναό. Ο βυζαντινός ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης μας δίνει έναν μεγάλο και, εν μέρει, επαληθευμένο κατάλογο όλων των έργων τέχνης που καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια αυτών των των φρικτών ημερών. Βιβλιοθήκες με αναντικατάστατα πολύτιμα βιβλία πυρπολήθηκαν. Η λεηλασία της Κωνσταντινούπολης είναι η κυριότερη αιτία που δεν διασώθηκαν παρά ελάχιστα έργα της αυτοκρατορικής τέχνης του 12ου αιώνα. Ξεχνούμε εύκολα σε ποιον βαθμό η καλλιτεχνική λαμπρότητα της Βενετίας βασίζεται στους θησαυρούς που ληστεύθηκαν από το Βυζάντιο.
(S. Linner, Ιστορία του βυζαντινού πολιτισμού, Αθήνα 1999)
- Διαγραμματική παρουσίαση της υστεροβυζαντινής περιόδου
- Η εμφάνιση και η κατακτήσεις των Οθωμανών Τούρκων
Σχολικό βιβλίο: σ. 50, 60 (σχολιασμός ψηφιδωτού), 64 (σχολιασμός χάρτη), 65-66 (σχολιασμός χάρτη)

Επαναληπτική άσκηση:
Η κατάσταση στο Βυζάντιο από το πρώτο μισό του 11ου ως το β΄ μισό του 13ου αιώνα
Θυμηθείτε:
- όσα εξηγήσαμε στο μάθημα,
- την ανάλυση των πηγών,
- τον σχολιασμό των χαρτών (σ. 42 και 64 του βιβλίου),
- όσα αναφέρονται στις σ. 53-64 του βιβλίου
και αποφασίστε αν καθεμία από τις παρακάτω δηλώσεις είναι Σωστή ή Λανθασμένη. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να αιτιολογήσετε την επιλογή σας.

1. Τον θάνατο του Βασιλείου Β΄ (1025) ακολούθησε μια περίοδος πολιτικής αστάθειας στο Βυζάντιο.
2. Οι αυτοκράτορες μετά τον Βασίλειο Β΄ υποστήριξαν ιδιαίτερα τον στρατό των θεμάτων και τους στρατιώτες αγρότες.
3. Μετά τον Βασίλειο Β΄ η μείωση της φορολογίας ανακούφισε τον λαό.
4. Μετά το 1025 στη βυζαντινή κοινωνία επικρατούσε ηρεμία και ικανοποίηση.
5. Κατά τον 11ο αιώνα οι πιο απειλητικοί εχθροί του Βυζαντίου ήταν οι Σελτζούκοι Τούρκοι στη Δύση και οι Νορμανδοί στην Ανατολή.
6. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι συνέτριψαν τον βυζαντινό μισθοφορικό στρατό κοντά στη λίμνη Βαν.
7. Στις τελευταίες δεκαετίες του 11ου αιώνα οι Άραβες εξαπλώθηκαν ταχύτατα στη Μ. Ασία.
8. Το 1081 ανέβηκε στον θρόνο ο Αλέξιος, μέλος σπουδαίας αριστοκρατικής οικογένειας από τη Θράκη.
9. Στις τελευταίες δεκαετίες του 11ου αιώνα οι Νορμανδοί κατέκτησαν τη Μακεδονία και απειλούσαν την Κωνσταντινούπολη.
10. Οι Βενετοί βοήθησαν το Βυζάντιο να αντιμετωπίσει τους Νορμανδούς.
11. Τα εμπορικά προνόμια που παραχώρησε ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός στους Βενετούς ήταν ευεργετικά και για το Βυζάντιο.
12. Η δυναστεία των Κομνηνών στηρίχτηκε στους στρατιώτες αγρότες, για να αναδιοργανώσει τον στρατό.
13. Το νέο σύστημα οργάνωσης της κοινωνίας και του στρατού το οποίο εισήγαγαν οι Κομνηνοί ονομάστηκε “αλληλέγγυον”.
14. Πολλά στοιχεία για τη βασιλεία του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού αντλούμε από το ιστορικό έργο του γιου του, Ιωάννη Κομνηνού.
15. Στα τελευταία χρόνια του 11ου αιώνα ξεκίνησε η Α΄ Σταυροφορία από τη Δύση με πρωτοβουλία του Πάπα.
16. Τα κίνητρα των Σταυροφόρων ήταν αποκλειστικά θρησκευτικά.
17. Κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα πραγματοποιήθηκαν δύο Σταυροφορίες.
18. Η Δ’ Σταυροφορία ξεκίνησε στα μέσα του 13ου αιώνα με στόχο την κατάκτηση των Αγίων Τόπων.
19. Πολύ κρίσιμο ρόλο στη Δ΄ Σταυροφορία έπαιξαν οι Βενετοί.
20. Τον Απρίλιο του 1204 οι Σταυροφόροι μπήκαν στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς να προκαλέσουν οποιαδήποτε καταστροφή.
21. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους Σταυροφόρους, το βυζαντινό κράτος διαιρέθηκε σε επιμέρους κρατίδια.
22. Μετά το 1204 πολλά μεγάλα νησιά και σημαντικά λιμάνια του Αιγαίου πέρασαν στον έλεγχο των Βενετών.
23Το πιο σημαντικό ελληνικό κράτος μετά το 1204 ήταν το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης.
24. Η Αυτοκρατορία της Νίκαιας (ελληνικό κράτος μετά το 1204) καταλάμβανε σημαντικό μέρος του σημερινού ελλαδικού χώρου.
25Στο β΄ μισό του 13ου αιώνα οι Βυζαντινοί πήραν πίσω την Κωνσταντινούπολη και ξεκίνησε η τελευταία φάση της ιστορίας του Βυζαντινού Κράτους.

Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς (29/5/1453)
Επεξεργαστήκαμε τις παρακάτω πηγές (σύμφωνα με τις σχετικές ερωτήσεις σε κάθε περίπτωση)
α. Διαβάζουμε το παρακάτω απόσπασμα από το Χρονικό του Γ. Φραντζή (έκδ. R. Maisano (= CFHB, 29), Ρώμη 1990, 132, 140):
Την 4η Απριλίου της ίδιας χρονιάς ήλθε ο σουλτάνος και παρουσιάστηκε μπροστά την Πόλη• και άρχισε να πολιορκεί την Πόλη μ' όλους τους τρόπους και μ' όλα τα μέσα και από τη στεριά και από τη θάλασσα, αφού περικύκλωσε και τα 18 μίλια [του Θεοδοσιανού Τείχους]. Οι πολιορκητές παρέταξαν 400, μικρά και μεγάλα πλοία στη θάλασσα και 200 χιλιάδες άντρες στη στεριά. Η Πόλη, αν και τόσο μεγάλη σε έκταση, είχε να αντιπαρατάξει 4773 άντρες χωρίς τους ξένους, μόλις 200 άντρες πάνω-κάτω [....]. Οι Σέρβοι, ενώ μπορούσαν να στείλουν [...] χρήματα και ανθρώπους, έστειλαν μήπως έναν οβολό; Ναι, αλήθεια, έστειλαν πολλά χρήματα και ανθρώπους, αλλά στο σουλτάνο που πολιορκούσε την Πόλη, και τους επαίνεσαν οι Τούρκοι [...] λέγοντας: "Να, ακόμη και οι Σέρβοι είναι εναντίον σας".
α) Ποια είναι τα βασικά θέματα του αποσπάσματος; β) Τι μαθαίνουμε για τις δύο αντίπαλες πλευρές; γ) Ποια στάση κράτησαν οι Σέρβοι και ποιες ήταν οι συνέπειές της; δ) Από ποια πλευρά (των Βυζαντινών ή των Οθωμανών) προέρχονται αυτές οι πληροφορίες;

β. Διαβάζουμε την πηγή με τίτλο “Στιγμιότυπα από την πολιορκία της Πόλης”:
Το πρωί (της 7ης Μαΐου) πάλι οι Τούρκοι έβαλαν με το μεγάλο τηλεβόλο λίγο χαμηλότερα κι εγκρέμισαν ένα μεγάλο κομμάτι - τα ίδια δεύτερη και τρίτη φορά. Κι όταν ήταν πια μεγάλο το χάλασμα, αμέσως πλήθος ασκέρια όρμησαν αλαλάζοντας στο μέρος αυτό πατώντας ο ένας πάνω στον άλλον -τα ίδια και οι Έλληνες από τη μεριά της πόλης: και χτυπούσαν πρόσωπο με πρόσωπο ουρλιάζοντας σαν θηρία. Ήταν φριχτό να βλέπει κανείς και των δυο τη δύναμη και παρατολμία. Ο Γιουστινιάνης με κάμποσους πολεμιστές όρμησε κραυγάζοντας απάνω στους Τούρκους με τόση αφοβία, ώστε εν ριπή οφθαλμού τους επέταξε κάτω από τα τείχη κι εγέμισε το χαντάκι σκοτωμένους. Ενας δε γενίτσαρος, ο Αμουράτ, πολύ δυνατός στο κορμί, έφτασε ως το Γιουστινιάνη κι άρχισε να τον χτυπά με θηριωδία. Τότε κάποιος από τους Έλληνες επήδησε από το τείχος και του πήρε το κεφάλι με το πελέκι κι έτσι έσωσε το Γιουστινιάνη από το θάνατο.” (Η πολιορκία και η άλωση της Πόλης από τους Τούρκους το 1453. Το Ρωσικό Χρονικό του Νέστορα Ισκεντέρη, απόδ. Μ. Αλεξανδρόπουλος, Αθήνα 1978, 58)
α) Ποια είναι τα βασικά θέματα του αποσπάσματος; β) Πώς αποτυπώνεται η υπεροχή των πολιορκητών και η ανδρεία των πολιορκουμένων; γ) Ποια πλευρά (των Βυζαντινών ή των Οθωμανών) φαίνεται να υποστηρίζει ο συντάκτης του κειμένου; Πώς το καταλαβαίνετε;
γ. Αξιοποιήθηκε και ο χάρτης:
Επαναληπτική άσκηση (4ος-15ος αιώνας)
Τοποθετούμε τα γεγονότα/τις εξελίξεις στον σωστό αιώνα (στον πίνακα που ακολουθεί):
Πτώση του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους
Εκδίδονται οι πρώτες Νεαρές στα ελληνικά
Οικοδόμηση της Αγίας Σοφίας (Ανθέμιος και Ισίδωρος)
Οι Βυζαντινοί νικούν τους Πέρσες
Εξελληνισμός της κρατικής διοίκησης-αλλαγή τίτλων
Εφαρμογή του θεσμού των θεμάτων-στρατιώτες/αγρότες
Οι Άραβες πολιορκούν την Κωνσταντινούπολη για πρώτη φορά
Ιουστινιάνειος Κώδικας
Αρχή της εικονομαχικής σύγκρουσης
Εκχριστιανισμός Σλάβων και Βουλγάρων
Νίκες κατά των Αράβων-ανακατάληψη Κρήτης και Κύπρου
Ίδρυση της Κωνσταντινούπολης
Η Βουλγαρία αποτελεί τμήμα του βυζαντινού κράτους
Διάταγμα των Μεδιολάνων
Ο Κωνσταντίνος Α΄ γίνεται μονοκράτορας
Οι Οθωμανοί Τούρκοι εξαπλώνονται στα Βαλκάνια
Οι Οθωμανοί Τούρκοι κατακτούν τη Θεσσαλονίκη
Ίδρυση της Σχολής της Μαγναύρας
Σχέσεις Ρώσων-Βυζαντινών/ Εκχριστιανισμός των Ρώσων
Κακώσεις” Νικηφόρου Α΄
Στάση του Νίκα
Νόμοι του Ιουστινιανού Α΄ για τον περιορισμό της δύναμης των μεγαλογαιοκτημόνων
Τέλος της Εικονομαχίας και αναστήλωση των εικόνων
Νόμοι για την προστασία των αγροτών – αλληλέγγυον
Νορμανδοί και Σελτζούκοι Τούρκοι απειλούν το Βυζάντιο
Θεσμός της “πρόνοιας”
Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς
Εμπορικά προνόμια στους Βενετούς
Οι Οθωμανοί Τούρκοι εξαπλώνονται στη Μ. Ασία
Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους
Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος ανακτά την Κωνσταντινούπολη
Α΄ Σταυροφορία
Β΄-Γ΄ Σταυροφορία
Δ΄ Σταυροφορία
4ος αιώνας                                       5ος αιώνας

6ος αιώνας                                      7ος αιώνας

8ος αιώνας                                      9ος αιώνας

10ος αιώνας                                    11ος αιώνας

12ος αιώνας                                    13ος αιώνας

14ος αιώνας                                    15ος αιώνας

- Νεοελληνική Γλώσσα

Ολοκληρώθηκε η επεξεργασία του υλικού των προηγούμενων μαθημάτων και επιπλέον έγιναν:
- Ασκήσεις για τον συντακτικό ρόλο των Αντωνυμιών - διάκριση αόριστης αντωνυμίας, αόριστου άρθρου, αριθμητικού
- Εισαγωγή στην έννοια και τα είδη των επιρρηματικών προσδιορισμών

- Ολοκλήρωση γραπτών εργασιών (πληροφόρηση - ψευδείς ειδήσεις κ.λπ.) στην τάξη

3. Α΄ Γυμνασίου
- Ιστορία
Ολοκληρώθηκε η επεξεργασία του υλικού των προηγούμενων μαθημάτων και προσεγγίστηκαν επιπλέον τα θέματα:
- Ο Περικλής και το δημοκρατικό πολίτευμα
- Θεωρικά, λειτουργίες 
- Κοινωνικές τάξεις στην Αθήνα
- Ο Περικλής και ο Πελοποννησιακός Πόλεμος (Παρακολουθήσαμε και σχολιάσαμε το ντοκιμαντέρ:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου