Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2025

Οι μαθήτριες και οι μαθητές της Β΄ Γυμνασίου του 3ου Γυμνασίου Αιγάλεω "εικονογραφούν" τα δημοτικά τραγούδια της ξενιτιάς

 Τα δημοτικά τραγούδια "Θέλω να πα στην ξενιτιά" και "Ξενιτεμένο μου πουλί", τα οποία επεξεργαστήκαμε στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας τον Νοέμβριο του 2024, αποτέλεσαν αφετηρία για τον συγκριτικό σχολιασμό με σύγχρονα σχετικά κείμενα, όπως το εξαιρετικά ενδιαφέρον "Πιτσιμπούργο" της Σώτης Τριανταφύλλου. Παράλληλα, όμως, είχαμε την ευκαιρία να ανιχνεύσουμε την έκφραση ανάλογων καταστάσεων, σκέψεων και συναισθημάτων σε άλλες μορφές τέχνης και, επιπλέον, να δημιουργήσουμε.

Αυτά είναι κάποια παραδείγματα ζωγραφικών έργων στα οποία οι μαθήτριες και οι μαθητές της Β΄ Γυμνασίου αποτύπωσαν όσα αντιλήφθηκαν, σκέφτηκαν, αισθάνθηκαν και συνέδεσαν με τη ζωή μας, προσεγγίζοντας τα δημοτικά τραγούδια της ξενιτιάς. 

Ζωγράφισαν οι: Αριάδνη, Πάνος, Νικόλας, Κωνσταντίνος, Μαρισόλ, Ρόουζ και Μελίτα (από το Β1), Λουίζα και Μυρτώ (από το Β2), Γεωργία και Παναγιώτης (από το Β3).

Θέλω να πα στην ξενιτιά να κάμω τριάντα ημέρες
και η ξενιτιά με γέλασε και κάνω τριάντα χρόνους.
Περικαλώ σε, ξενιτιά, αρρώστια μη μου δώσεις.
Η αρρώστια θέλει πάπλωμα, θέλει παχύ στρωσίδι,
θέλει μανούλας γόνατα, θέλ' αδερφής αγκάλες,
θέλει πρώτες ξαδέρφισσες να κάθονται κοντά σου,
θέλει και σπίτι να είν' πλατύ, να στρώνει, να ξιστρώνει.
Όσο 'χει ο ξένος την υγειά, ούλοι τον αγαπάνε.
Μα 'ρθε καιρός κι αρρώστησε βαριά για να πεθάνει·
κι ο ξένος αναστέναξε και η γης αναταράχτη:
— Να είχα νερ' απ' τον τόπο μου και μήλ' απ' τη μηλιά μου,
σταφύλι ροδοστάφυλο απ' την κληματαριά μου.


Μυρτώ, Β2


Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο,
η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ 'χω τον καημό σου.
Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδίσω;
Μήλο αν σου στείλω σέπεται, τριαντάφυλλο μαδιέται,
σταφύλι ξερωγιάζεται, κυδώνι μαραγκιάζει.
Να στείλω με τα δάκρυά μου μαντίλι μουσκεμένο,
τα δάκρυά μου είναι καυτερά, και καίνε το μαντίλι.
Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδίσω;

Σηκώνομαι τη χαραυγή, γιατί ύπνο δεν ευρίσκω,
ανοίγω το παράθυρο, κοιτάζω τους διαβάτες,
κοιτάζω τις γειτόνισσες και τις καλοτυχίζω,
πώς ταχταρίζουν τα μικρά και τα γλυκοβυζαίνουν.
Με παίρνει το παράπονο, το παραθύρι αφήνω,
και μπαίνω μέσα, κάθομαι, και μαύρα δάκρυα χύνω.

Ρόουζ, Β1

Αριάδνη, Β1

Περισσότερα εδώ: 3ο Γυμνάσιο Αιγάλεω - Λογοτεχνία